Το πάθος της ψυχής!
Να συναντήσω ένα γέροντα που μόλις είχε βγει από το νοσοκομείο μετά από μεγάλη περιπέτεια της υγείας του. Δεν είχε ακόμη αναρρώσει αλλά η θέλησή του να μοιραστεί πράγματα με όλους εμάς, μεγάλη. Δεν μπορείς ν’ αρνηθείς λοιπόν το θείο δώρο να δίνεις χαρά σε έναν άνθρωπο, που στέκεται και αντιστέκεται - βράχος ακλόνητος- στα προστάγματα των καιρών, μη φοβούμενος τις ψευτοτρόικες και άλλου τέτοιου είδους δαιμόνια.
Είναι η ίδια η ζωή, η ίδια η χαρά της ζωής, της προσμονής για ένα αύριο θολό ίσως, αλλά με δυνατότητα να ονειρευτείς και να πράξεις για να πας ένα βήμα παραπέρα.
Αφέθηκα στην ονειροπόλα φλυαρία μου και διέσχισα μια απόσταση μιας περίπου ώρας ώσπου να φτάσω στο χωριό του γέροντα, τη Γαρίπα Μεσαράς. Ένα χωριό όμορφο γεμάτο ελαιώνες με λουλούδια στις αυλές των σπιτιών και με χαμόγελα καλοσυνάτα στα πρόσωπα των ανθρώπων του. Έφτασα, όλη η οικογένεια με υποδέχτηκε μ’ εκείνη την αγκαλιά την αλλοτινή, μιας εποχής περασμένης και καταχωνιασμένης με επιμέλεια στα δαιδαλώδη μονοπάτια της ψυχής και του νου.
Η χαρά μου απερίγραπτη και το δέος απροσμέτρητο όταν μπροστά μου είδα τον γέροντα, τον κ.Τρουλάκη Πέτρο, όπως ακριβώς τον φανταζόμουν κατά τη διάρκεια της διαδρομής κι επιπλέον, παρά του ότι δεν είχε αφαιρέσει το μηχάνημα παροχής οξυγόνου, θέλησε μετά από ένα καφεδάκι να μας μιλήσει. Μιλούσε επί δύο ώρες περίπου δίχως να κουραστεί, με απόλυτη διαύγεια μνήμης και πλαισιωμένος από την αγαπημένη του γυναίκα Ιωάννα, την κόρη του Ζαφειρένια και την εγγονή του Μαριάννα με την κόρη της Γεωργία, χαμογελαστός τονίζοντας κάθε τόσο ότι λόγω του προχωρημένου της ηλικίας και του βεβαρημένου ιατρικού ιστορικού, δεν μπορούσε να πει κι άλλα πολλά, ξετυλίγοντας των αναμνήσεων το πολύτιμο κουβάρι.
Εκείνο που μου έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν, η ιστορία του «Χιτώνα» του Χριστού:…… «ήταν εκείνα τα χρόνια όπως τούτες τις μέρες, ο Μάρκελος του οποίου ο πατέρας ήταν χιλίαρχος. Τον διαδέχτηκε ο Μάρκελος, τον οποίον μετέθεσαν στη Γάζα.
Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να σταυρωθεί ο Χριστός, ειδοποίησαν τον Μάρκελο μαζί με τους στρατιώτες του να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ για να επιτηρήσει το Γολγοθά όπως κι έκανε, μέχρι τη σταύρωσή Του. Την ώρα που ο Χριστός είπε «Τετέλεσται» άρχισε χαλασμός Κυρίου. Ο Μάρκελος είχε δούλο τον Δημήτριο ορμώμενος από την Ελλάδα, ο οποίος αγαπούσε πολύ τον Μάρκελο. Τότε επωφελήθηκε της ευκαιρίας ο Δημήτριος, ο οποίος πίστευε κρυφά το Δάσκαλο (κρυπτομαθητής) να πάρει τον χιτώνα του Χριστού. Τον βάζει πάνω στον Μάρκελο για να τον προφυλάξει από την καταιγίδα, μόλις τον έβαλε όμως επάνω του, ο Μάρκελος τρελάθηκε φωνάζοντας «πάρε το καταραμένο χιτώνα από πάνω μου»! Τότε ο Δημήτριος τον οδήγησε στον πατέρα του (του Μάρκελου), γιατί δεν ήταν καθόλου καλά. Μετά από μέρες κι αφού ο πατέρας του είδε ότι το παιδί του δε γινόταν καλά, λέει στο Δημήτριο να πάρει το Μάρκελο να πάνε στην Αθήνα.
Πολλές φορές ο Δημήτριος θέλησε να βάλει το χιτώνα επάνω στο Μάρκελο αλλά εκείνος τον έδιωχνε φωνάζοντας, ότι ήταν καταραμένος.
Μια μέρα που ο Μάρκελος κοιμόταν, ο Δημήτριος παίρνει το Χιτώνα και τον έβαλε επάνω στο Μάρκελο, τότε εκείνος αίφνης σηκώθηκε εντελώς υγιής και απαλλαγμένος από όλα τα δαιμόνια, φορώντας το Χιτώνα του Χριστού. Κι όταν το αντιλήφθηκε ο Μάρκελος, του λέει ο Δημήτριος : «Αυτόν που εσύ φώναζες καταραμένο, σε έκανε καλά».
Ο χιτώνας όμως είχε φθαρεί από την τόση ταλαιπωρία των γεγονότων και τον παίρνει ο Μάρκελος και τον πάει σε ένα υφαντήριο. Αφού τον επιδιόρθωσε και τον φύλαξε σε ένα κουτί, το εμπιστεύθηκε σε μια κοπέλα από τη Ρώμη για να τον φυλάξει ως κόρη οφθαλμού.
Ο Δημήτριος και ο Μάρκελος γύρισαν στο σπίτι του πατέρα του Μάρκελου, όπου ο Πέτρος (ο μαθητής του Χριστού) και οι άλλοι μαθητές συνεδρίαζαν εκεί κρυφά.
Εκεί γινόταν οι ομιλίες στο πώς θα δράσουν εφεξής, για να εξαπλωθεί η διδασκαλία του Χριστού».
Τελείωσε η αφήγηση και η αγαλλίαση είχε καταλαγιάσει της ψυχής μου τις ανησυχίες και την οργή απέναντι στους ιθύνοντες της Υγείας, οι οποίοι αφήνουν έρημους αυτούς κι άλλους πολλούς γέροντες με τη προσμονή να περικόψουν και τα ολίγα ψίχουλα, πους τους δίνουν μέχρι τώρα… Αυτός είναι ο πολιτισμός, η δύναμη θέλησης, η ενότητα της οικογένειας στις δύσκολες στιγμές και τα λόγια της αγαπημένης του κόρης, επισφραγίζουν όλες μου τις σκέψεις:
«Παρακαλώ το Θεό να του δίνει υγεία και χρόνια για να μας συμβουλεύει κα να μας στηρίζει. Αισθανόμαστε δυνατοί όταν τον βλέπουμε, μας δίνει χαρά όταν τον ακούμε να μας αφηγείται τις ιστορίες μιας ζωής, τα παραμύθια που έχει συντάξει ο ίδιος και καταγράψει ανεξίτηλα στα γρανάζια του μυαλού του».
[Ευχαριστώ θερμά την κ. Κουρτάκη Κατερίνα για την βοήθειά της να με φέρει σε επαφή μ’ αυτόν τον άνθρωπο και για την πραγματοποίηση αυτού του οδοιπορικού ανθρωπιάς και ψυχικής δύναμης].
Εύα Καπελλάκη -Κοντού