Το 1821 στη σκιά της εποχής - Τα γεγονότα που οδήγησαν στον ξεσηκωμό
Ο 19ος αιώνας ήταν ένας αιώνας καταστροφικός για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία ήταν μια χαώδης και πολυφυλετική αυτοκρατορία. Τα διδάγματα του φιλελεύθερου εθνικισμού όπως αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της Γαλλική Επανάστασης (1789) έκαναν αισθητή την παρουσία τους σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Από αυτόν το κανόνα δεν ξέφυγε η χώρα μας.
Η Επανάσταση του 1821 είναι ένα προϊόν της φιλελεύθερης αστικής ιδεολογίας αλλά και του κοινωνικού αναβρασμού της μεσαίας αστικής τάξης. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το οθωμανικό κράτος παραμονές του 1821.
Οθωμανική Αυτοκρατορία λίγο πριν το 1821
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, παραμονές του 1821, βρισκόταν σε μια κρίσιμη συγκυρία. Ήταν απομονωμένη από το σύμφωνο της “Ιεράς Συμμαχίας”, το οποίο αποσκοπούσε στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της μετά το τέλος του πολέμου με τη Ρωσία, ο οποίος έληξε με βαρύ φόρο αίματος (και χρημάτων) το 1812. Το τέλος του πολέμου έδωσε τη δυνατότητα στον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ να θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμα αποδυνάμωσης των ημιανεξάρτητων επαρχιακών διοικητών, στοχεύοντας στην ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας του κράτους. Μετά τον τραυματικό πόλεμο με τη Ρωσία, το οθωμανικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει εξεγέρσεις που απείλησαν τη συνοχή του, όπως η ανταρσία του Αλή Πασά της Ηπείρου και η αύξηση της επιρροής των Ουαχαμπιτών στην Αραβική Χερσόνησο, ενώ στα ανατολικά του σύνορα είχε εμπλακεί σε πόλεμο με το Ιράν (1821-1823).
Σε αυτό το ταραγμένο πλαίσιο, οι Οθωμανοί αξιωματούχοι μαθαίνουν πως οι Έλληνες βρίσκονται σε επαναστατικό αναβρασμό με πρωτεργάτη τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος στις 22 Φεβρουαρίου 1821 διέσχισε τον Προύθο και δύο ημέρες αργότερα εξέδωσε τη γνωστή του προκήρυξη με τον τίτλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Το έναυσμα για τη δημιουργία ενός νέου έθνους-κράτους είχε δοθεί με τη στήριξη των νεωτερικών δυνάμεων, πυρήνας των οποίων ήταν η αρχή της αυτοδιάθεσης.
Ανταρσία;
Κάθε έθνος συγκροτείται από ένα σύνολο ατόμων, τα οποία αισθάνονται πως τους συνδέει η κοινή ιστορία, το θρήσκευμα, τα ήθη και έθιμα ή ακόμη και οι κοινοί αγώνες. Οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως Έλληνες στις αρχές του 19ου αιώνα είχαν βρει ως ενοποιητικό κρίκο τη θρησκεία. Εκείνοι που ήσαν ορθόδοξοι χριστιανοί και ζούσαν εντός της ελληνικής επικράτειας, ήσαν και Έλληνες. Η θρησκεία έμελλε να αποτελέσει μοχλό επαναστατικής κινητοποίησης. Για τους Έλληνες, η Επανάσταση του 1821 ήταν ο προπομπός για ένα θρησκευτικό πόλεμο, που από τη μια πλευρά είναι οι χριστιανοί και από την άλλη οι μουσουλμάνοι.
Αυτό βέβαια δεν ίσχυε από την πλευρά των Οθωμανών, οι οποίοι ερμήνευσαν την επανάσταση ως ένα εσωτερικό πολιτικό ζήτημα και ανησυχούσαν ότι η συμμαχία των ορθόδοξων υπηκόων, οι οποίοι είχαν εκπέσει στο καθεστώς των “χαρμπήδων” (όσων δηλαδή βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την ισλαμική κοινότητα), ήταν ιδιαίτερα απειλητική για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης, την ακεραιότητα του κράτους και τη διαιώνιση της δυναστείας. Το γεγονός όμως ότι οι Έλληνες ήταν διασπαρμένοι σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας αποτελώντας μια “υπερτοπική” ομάδα, καθώς και οι φόβοι για συμμετοχή Αλβανών στην εξέγερση και επέκταση των ταραχών στη Βουλγαρία και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας είχαν οδηγήσει τους Οθωμανούς στον σχηματισμό της πεποίθησης ότι πρόκειται για μια αναμέτρηση με θρησκευτικό και διακοινοτικό υπόβαθρο.
Η στάση του Πατριαρχείου
Πέντε χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821, το Πατριαρχείο κατέβαλε προσπάθειες ώστε να αναχαιτίσει τις ιδέες της νεωτερικότητας, οι οποίες θα έπλαθαν την επαναστατική συνείδηση του Έλληνα. Το Πατριαρχείο είχε τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ του χριστιανικού κόσμου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είχε έναν ηγετικό ρόλο στην ελληνική κοινωνία. Στην ηγεσία, στην οποία όφειλαν να υποτάσσονται οι υπόδουλοι Έλληνες, εντάσσονταν, εκτός από τον σουλτάνο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, οι Φαναριώτες ηγεμόνες και γενικά όλοι όσοι κατείχαν επιφανείς θέσεις στην εκκλησιαστική και κοσμική ηγεσία της υπόδουλης ελληνικής κοινωνίας.
Αποθαρρυντική ήταν η στάση του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε’, ο οποίος αφόρισε το κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά αργότερα εκτελέστηκε με την - αβάσιμη - αιτιολογία ότι, παρόλο που γνώριζε τις προετοιμασίες για την έκρηξη της Επανάστασης, δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες. Παρά το γεγονός ότι ο σουλτάνος το 1823 απευθύνθηκε στους μητροπολίτες που παρέμεναν αφοσιωμένοι στο οθωμανικό κράτος και τους ζήτησε να συνεργαστούν με τις οθωμανικές δυνάμεις (εξ αυτών κάποιοι δέχτηκαν), η πλειοψηφία του κατώτερου κλήρου προσαρμόστηκε στα δεδομένα και υπήρξαν πρωτοπόροι στην απελευθερωτική προσπάθεια.
25 Μαρτίου 1821
Οι ηγέτες και οι διαφωνίες
Κάθε επανάσταση για να έχει θετική πορεία οφείλει να έχει μια πολιτική ηγεσία που θα αναλάβει την αποτελεσματική διεξαγωγή του πολέμου, αλλά και το κενό εξουσίας που ενδεχομένως θα προκύψει μετά την έναρξή του. Η Ελληνική Επανάσταση είχε όμως πολλούς ηγέτες, οι οποίοι διαφωνούσαν σε πολλά σημεία.
Υπήρχαν οι Έλληνες της Διασποράς, οι οποίοι μπόλιαζαν με τις ιδέες τους το επαναστατικό σθένος των Ελλήνων. Υπήρχαν οι εκπρόσωποι της Φιλικής Εταιρείας, που ήταν η ανώτατη “Αρχή” του κινήματος, όσο και οι κατά τόπους ισχυροί πρόκριτοι, οπλαρχηγοί και καπετάνιοι, που ήταν και οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες των Ελλήνων. Αμέσως μετά την έναρξη των πρώτων κατά τόπους μαχών, συγκροτήθηκε στην Καλαμάτα η “Μεσσηνιακή Γερουσία” (ή Σύγκλητος ή Βουλή), με επικεφαλής τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, και λίγες ημέρες αργότερα στην Πάτρα το “Αχαϊκό Διευθυντήριο” με ηγέτη τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Στις 25 Μαρτίου του 1821, η “Μεσσηνιακή Γερουσία” κηρύσσει την Επανάσταση μέσα από ένα άκρως ενδιαφέρον κείμενο, όπου ανακοινώνεται η επίσημη έναρξή της στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ο δρόμος για την πολιτική ανεξαρτησία είχε μόλις ξεκινήσει...
neakriti.gr