Περί της ελξεως των ετερώνυμων
Από αυτή τη συμπεριφορά των μαγνητών προήλθε και η φράση που χρησιμοποιούμε συχνά και για τις ανθρώπινες σχέσεις, ότι δηλαδή «τα ετερώνυμα έλκονται». Και το λέμε, όταν συναντήσουμε δυο ανθρώπους (δυο συζύγους π.χ.), εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους όσον αφορά τον χαρακτήρα (ο ένας εξωστρεφής, ο άλλος εσωστρεφής, ο ένας έντονα συναισθηματικός, ο άλλος λογοκρατούμενος) ή τους τρόπους διασκέδασης και ψυχαγωγίας (στον ένα αρέσει ο κινηματογράφος, στον άλλο το ταβερνάκι, στον ένα οι εκδρομές, στον άλλο το διάβασμα στο σπίτι) κ.ο.κ.
Βέβαια, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι άνθρωποι κάνουν τις επιλογές τους επί τη βάσει αυτού του φυσικού νόμου, επειδή ο άνθρωπος έχει το αυτεξούσιο, τη λογική και το συναίσθημα τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο σε κάθε του επιλογή. Εντυπωσιάζει, πάντως, το φαινόμενο πώς μπορούν άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους να ζουν αρμονικά για μια ολόκληρη ζωή. Κι εδώ μπαίνει ο σπουδαιότερος παράγοντας, που ξεπερνά κάθε φυσικό νόμο: η ΑΓΑΠΗ.
Αλλά το θέμα μου δεν είναι αυτό. Εδώ και αρκετές μέρες, από τότε που η ελληνική κυβέρνηση άρχισε την περίφημη διαπραγμάτευση με τους εταίρους για μια νέα συμφωνία, έπεσε πάνω στον τοίχο που λέγεται Γερμανία και γερμανική αντίληψη για τις κινήσεις που πρέπει να κάμει η Ελλάδα, αν θέλει να της δοθεί βοήθεια από τους εταίρους, μια αντίληψη σχεδόν πέρα για πέρα αντίθετη με αυτήν της ελληνικής κυβέρνησης.
Έκτοτε άρχισε ένας πόλεμος δηλώσεων εκατέρωθεν, στον οποίο έλαβαν μέρος και τα ΜΜΕ, με κείμενα και σχόλια υβριστικά. Ξύπνησαν τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις, ήλθαν στην επιφάνεια τα γεγονότα της Κατοχής και το πράγμα είχε αρχίσει να ξεφεύγει από κάθε όριο. Δεν ήταν τότε λίγοι εκείνοι που μίλησαν για την ανάγκη να βρεθούν δίαυλοι επικοινωνίας, να βρεθεί δηλαδή μια κοινή γλώσσα, επειδή εν πολλοίς οι Γερμανοί δεν καταλάβαιναν εμάς, κολλημένοι στις εμμονές που τους υπαγόρευε το γερμανικό-προτεσταντικό πνεύμα, ενώ κι εμείς αδυνατούσαμε να καταλάβουμε γιατί οι Γερμανοί δεν μας καταλαβαίνουν. Συνειδητοποιήσαμε σιγά-σιγά ότι πρόκειται για δυο εντελώς διαφορετικές φιλοσοφίες ζωής: ο μέσος Γερμανός εμμένει στη σκληρή εργασία, στην αποταμίευση, στη μετρημένη ζωή, στο σεβασμό των κανόνων του κράτους, στο οποίο δίνει προτεραιότητα, ενώ ο Έλληνας, αν και δουλεύει πολύ (ίσως όχι τόσο πολύ ούτε τόσο μεθοδικά όσο ο Γερμανός), την ίδια στιγμή χαίρεται τη ζωή, γλεντά, αποταμιεύει λιγότερο και θεωρεί ως πρώτη του προτεραιότητα την οικογένεια και όχι το κράτος (εξ ου και δεν συμμορφώνεται εύκολα στους νόμους και τους κανόνες της κοινωνικής ζωής). Οι Γερμανοί είναι περισσότερο μυρμήγκια, εμείς τζιτζίκια (για να θυμηθούμε και τον γνωστό μύθο του Αισώπου).
Εφόσον έχουν έτσι τα πράγματα, πρόκειται για μια περίπτωση «ετερωνύμων» λαών, που λίγα κοινά έχουν μεταξύ τους. Μήπως, λοιπόν, ισχύει κι εδώ ο κανόνας της έλξης των ετερωνύμων;
Η απάντηση ασφαλώς ούτε εύκολη είναι ούτε και μπορεί να στηριχθεί πάνω σε απλές διαπιστώσεις. Έχω ακούσει όμως συχνά Έλληνες να εγκωμιάζουν την αποτελεσματικότητα και την οργάνωση του γερμανικού κράτους, τον τρόπο που λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες τους, τα νοσοκομεία τους, το εκπαιδευτικό τους σύστημα κλπ. και να εύχονται να λειτουργούσε και το δικό μας κράτος με τον ίδιο τρόπο. Από την άλλη, και οι Γερμανοί που έρχονται στη χώρα μας ζηλεύουν τον τρόπο ζωής μας, τον ανοιχτό χαρακτήρα μας, τη φιλόξενη διάθεσή μας και θα ήθελαν να ζήσουν μέσα στην ομορφιά της χώρας μας, της οποίας (πρέπει να το πούμε) γνωρίζουν πολύ καλά την αρχαία ιστορία, μυθολογία και φιλοσοφία. Πρόκειται, λοιπόν, για δυο διαφορετικά πολιτισμικά «συστήματα», που το ένα όμως μπορεί να συμπληρώσει το άλλο.
Μήπως, επομένως, πίσω από τη σύγκρουση που εκδηλώθηκε με ένταση το προηγούμενο διάστημα, υπάρχει μια ασυνείδητη έλξη; Μήπως οι Γερμανοί συμπεριφέρονται με τον τρόπο που συμπεριφέρονται απέναντί μας, επειδή στην ουσία εμείς αντιπροσωπεύουμε αυτό που και οι ίδιοι θα ήθελαν να είναι, που όμως δεν το μπορούν; Μήπως, δηλαδή, τους έλκει η «ωραία»διαφορετικότητά μας και επειδή δεν μπορούν να τη φτάσουν, γίνονται εχθρικοί και επιθετικοί; Κι από την άλλη, μήπως κι εμείς ελκόμαστε από τη γερμανική διαφορετικότητα, αυτό δηλαδή που μας λείπει ως κράτος, και νιώθουμε εχθρικά απέναντι στους Γερμανούς (δεν ξεχνώ, βέβαια, τα εγκλήματα των Ναζί, για τα οποία όμως δεν φταίει ο σημερινός γερμανικός λαός); Κι αν είναι έτσι τα πράγματα, μήπως ισχύει στην περίπτωσή μας η έλξη των ετερωνύμων και πρέπει, επομένως, να υπάρξει η διαλεκτική προσέγγιση με τρόπο που, χωρίς κανείς να χάσει αυτό που είναι ως λαός, να εμπλουτίσει τη ζωή του με τα καλύτερα στοιχεία από τη ζωή του άλλου, κάνοντας και τις απαραίτητες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς; Στην ιστορία οι αλλαγές είτε επιβάλλονται βίαια είτε γίνονται με όσμωση και αλληλοπεριχώρηση των πολιτισμών των λαών, με τρόπο δηλαδή ειρηνικό, όπως θέλουμε να γίνει στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης, που είναι το μεγάλο σπίτι όλων των ευρωπαϊκών λαών.
Έλληνες και Γερμανοί: δυο διαφορετικοί λαοί, που όμως, επειδή μοιράζονται το ίδιο ευρωπαϊκό σπίτι, είναι «καταδικασμένοι»να ζήσουν μαζί. Και όπως δυο διαφορετικοί άνθρωποι βρίσκουν τον τρόπο να ζήσουν όλη τους τη ζωή μαζί, έτσι και οι δυο λαοί μπορούν να ζήσουν αρμονικά, αφήνοντας στην άκρη τα αρνητικά στερεότυπα που στην ιστορική διαδρομή έχουν δημιουργήσει ο ένας για τον άλλο. Ας ψάξουν, τόσο ο απλός λαός, όσο και κυρίως οι πολιτικοί να βρουν και να τονίσουν τα σημεία εκείνα που μπορεί να οδηγήσουν στην αλληλοκατανόηση και στο διάλογο, δίχως όμως και να «στρογγυλεύουν» την ιστορία. Τα άλλα, σε μια εποχή δύσκολη σαν τη δική μας, είναι «εκ του πονηρού».
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης