
Ο μεγάλος ασθενής... (Με αφορμή το τραγικό δυστύχημα στην Αγια Πελαγία)
Ωστόσο, κανείς δεν τόλμησε τότε να διαλύσει την Οθωμανική αυτοκρατορία, από το φόβο μήπως κάποια από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής επωφεληθεί περισσότερο, με αποτέλεσμα να παραταθεί η ζωή της, ώσπου ο Α΄ Παγκ. Πόλεμος σάρωσε όλες τις αυτοκρατορίες και μαζί την Οθωμανική.
Ωστόσο, ο σκοπός τούτου του άρθρου δεν είναι η ιστοριογνωσία. Σκοπός του είναι να αναφερθεί σε μια άλλη μεγάλη «ασθένεια»που αφορά την καθημερινότητά μας, αφορά τον εαυτό μας. Αφορμή στάθηκε το πρόσφατο φρικτό δυστύχημα, που στοίχισε τη ζωή σε ένα νέο ζευγάρι, το οποίο δεν πρόλαβε να χαρεί τη ζωή και την αγάπη, και σε μια νέα γυναίκα που δεν πρόλαβε να δει το γάμο της αγαπημένης της κόρης. Το δυστύχημα αυτό ήταν, θα λέγαμε, το αποκορύφωμα μιας μακράς σειράς δυστυχημάτων που συνέβησαν στο νησί μας (αφήνω τα δυστυχήματα που συνέβησαν σε άλλα μέρη της Ελλάδας), που ήλθε να συνταράξει κάπως τις συνειδήσεις όλων και να γεννήσει μια πληθώρα ερωτημάτων περί του «τις πταίει;». Οι σχετικές με τις αιτίες αυτής της οδυνηρής πραγματικότητας αναλύσεις είναι πολλές, ως αίτια δε προβάλλονται το κακό οδόστρωμα, η βροχή, τα φθαρμένα ελαστικά, η κακή συντήρηση των οχημάτων, η απροσεξία των οδηγών, η κακή εκτίμηση της συγκεκριμένης στιγμής της οδήγησης, η μη τήρηση του Κ.Ο.Κ. κλπ.
Κανείς από αυτούς τους παράγοντες δεν μπορεί εύκολα να αγνοηθεί. Τελικώς, όμως, καθώς πιστεύω, ο βασικός αίτιος είναι ένας: ο οδηγός του αυτοκινήτου. Αυτός είναι ο «μεγάλος ασθενής». Κι επειδή οι περισσότεροι είμαστε οδηγοί, γι’ αυτό «μεγάλος ασθενής»είναι ο εαυτός μας. Παρατηρεί κανείς ότι, για μια-δυο μέρες μετά από ένα πολύ σοβαρό δυστύχημα, οι οδηγοί είναι κάπως προσεκτικοί, στη συνέχεια, όμως, συμβαίνουν τα ίδια και χειρότερα: αδιαφορία για τον Κ.Ο.Κ. με ένα σωρό επικίνδυνες παραβάσεις: υψηλές ταχύτητες, αδικαιολόγητα και απαγορευμένα προσπεράσματα, κόντρες, αδιαφορία για τους άλλους οδηγούς κ.ά. Ο Έλληνας οδηγεί σαν να είναι μόνος στο δρόμο, σαν ο δρόμος να είναι αποκλειστικά δικός του. Και το ερώτημα τίθεται αμείλικτο: αφού θες να φτάσεις σώος στον προορισμό σου, γιατί κάνεις τόσες τροχαίες παραβάσεις; Και γίνεται ακόμη πιο οδυνηρό, από τη στιγμή που ο οδηγός, ενώ έχει δει κι έχει πληροφορηθεί από τα ΜΜΕ ή γνωρίζει από δική του εμπειρία σε τι κίνδυνο βάζει τον εαυτό του και τους άλλους, αδιαφορεί κι εξακολουθεί να συμπεριφέρεται ανεύθυνα στο δρόμο. Ποιοι είναι άραγε οι λόγοι για μια τέτοια συμπεριφορά; Τι είναι εκείνο που μας κάνει να αδιαφορούμε για τη ζωή μας και τη ζωή των άλλων; Ποια είναι η αιτία της «ασθένειάς»μας;
Θα κάμω εδώ μια σκέψη, που μπορεί να φαίνεται παράδοξη, αλλά δίνει την αφορμή για το ξετύλιγμα των υπόλοιπων σκέψεών μου. Ο αρχαίος φιλόσοφος, ο μέγας Πλάτων, αναφέρει την εξής φράση που ένας Αιγύπτιος ιερέας είπε για τους Έλληνες στον Σόλωνα: «Οι Έλληνες είστε πάντοτε παιδιά και γέρος Έλληνας δεν υπάρχει» (Τίμαιος, 22b). Αν δεχτούμε αυτή την άποψη του Αιγύπτιου ιερέα, τότε οι Έλληνες είμαστε αιωνίως παιδιά, δηλαδή άνθρωποι που δεν ωριμάζουμε ποτέ λογικά, αλλά ζούμε και πράττουμε κατά κύριο λόγο με το θυμικό. Είμαστε λαός παρορμητικός, συναισθηματικός, λαός που δεν έχει μάθει να σκέφτεται προτού προβεί σε κάποια πράξη. Είμαστε ένας λαός βιαστικών ανθρώπων, που θέλουν να γίνει το δικό τους, να φτάσουν στον προορισμό τους, με το νου απόλυτα στραμμένο στο σκοπό και όχι στη διαδρομή. Ξεχνούμε ότι, για να φτάσουμε στο σκοπό μας, πρέπει να περάσουμε από κάποια στάδια, να συναντηθούμε με άλλους ανθρώπους, που κι αυτοί πορεύονται προς ένα σκοπό, τους οποίους πρέπει να σεβαστούμε· ότι θα συναντήσουμε εμπόδια, που για να τα ξεπεράσουμε, χρειάζεται σκέψη και υπομονή. Έτσι, ως οδηγοί τρέχουμε για να φτάσουμε στο σκοπό μας, αδιαφορώντας για τις συνθήκες της διαδρομής, για τους άλλους, για τους κανόνες οδήγησης.
Ο Έλληνας, έχει πει σωστά ο Στέλιος Ράμφος, σκέφτεται «με όρους «θέλω», όχι με όρους «είναι» (Συνέντευξη στο Θανάση Λιακόπουλο, diastixo.gr, 3 Ιανουαρίου 2017). Αυτό σημαίνει πως, από τη στιγμή που το «θέλω» προηγείται αξιολογικά, ο Έλληνας θεωρεί πως μπορεί να κάνει ό, τι θέλει, να πράττει όπως του αρέσει, να ζει με φαντασιώσεις, μακριά από τον ρεαλισμό. Αυτό τον κάνει να πιστεύει πως σ’ αυτόν δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ το «κακό» αλλά και ότι δεν κάνει ούτε και πρόκειται να κάμει λάθος. Αυτός ο «αλάθητος» Έλληνας πώς είναι δυνατόν να μην είναι αυτοκαταστροφικός; Διότι, από τη στιγμή που κάποιος έχει το «αλάθητο», γιατί να σκεφτεί; Και ο Έλληνας δεν σκέφτεται ούτε προτού πράξει αλλά ούτε και μετά την πράξη του, ακριβώς γιατί δεν έχει μάθει να σκέφτεται, αλλά μόνο να λειτουργεί παρορμητικά. Από τον Έλληνα λείπει ο στοχασμός και προπάντων ο αναστοχασμός, δηλαδή η σκέψη πάνω στα αποτελέσματα των πράξεών του. Πρέπει, λέει και πάλι ο Σ. Ράμφος, «να ξανασκεφτείς αυτό που έχεις κάνει. Να ξανακοιτάξεις τι έχεις κάνει, θα σου υποδείξει και θα ελέγξει αλλά και θα σου διευκολύνει τον αναστοχασμό, για να μπορέσεις να το διορθώσεις»(ό.π.).
Ίσως πει κάποιος ότι δεν πρέπει να γίνουμε ως λαός ψυχροί ορθολογιστές και να απεμπολήσουμε το συναίσθημα, που δίδει στη ζωή ομορφιά και αξία και δημιουργεί θερμές ανθρώπινες σχέσεις. Το πρόβλημα, πράγματι, δεν επικεντρώνεται στο συναίσθημα καθεαυτό, αλλά στην απουσία έλεγχου του από το λόγο. Το συναίσθημα είναι καλό, όταν αφήνει περιθώρια στη σκέψη και όταν στην ανθρώπινη ζωή λειτουργούν οι αξίες. Και ο Έλληνας κάποτε είχε αυτές τις αξίες, είχε το φιλότιμο, που τώρα έχει εξανεμιστεί. Σήμερα όλοι μας έχουμε μάθει μόνο τη διεκδίκηση δικαιωμάτων κι έχουμε ξεχάσει τις υποχρεώσεις μας ως πολίτες και άνθρωποι. Μας ενδιαφέρει να γίνει «το δικό μας», όπως πράττουν τα μικρά και ανώριμα παιδιά, ακόμη κι αν αυτό είναι σε βάρος όχι μόνο των άλλων αλλά και του ίδιου μας του εαυτού, από τον οποίο δεν ζητάμε ποτέ λογοδοσία για ό, τι πράττει.
Προσπάθησα να περιγράψω στο πλαίσιο αυτού του μικρού κειμένου την «ασθένειά» μας ως ανθρώπων και πολιτών. Εδώ οφείλονται, αν όχι όλα, τα περισσότερα από όσα συμβαίνουν κάθε μέρα στους ελληνικούς δρόμους. Ωστόσο, αν είμαστε «ασθενείς», αυτό σχετίζεται με το μεγάλο έλλειμμα παιδείας. Διότι και Κ.Ο.Κ. υπάρχει και πρόστιμα επιβάλλονται και οι δρόμοι αστυνομεύονται (στο βαθμό που αστυνομεύονται) και κάμερες έχουν μπει στους δρόμους κλπ. Παρ’ όλα αυτά οι θάνατοι και οι τραυματισμοί από αυτοκινητικά δυστυχήματα εξακολουθούν να είναι καθημερινό φαινόμενο. Επομένως, όπως υποστήριξε αυτό το άρθρο εξαρχής, η μεγάλη ευθύνη πέφτει στον ανθρώπινο παράγοντα, που αποδεικνύεται «ασθενής»και «ελλειμματικός». Το φάρμακο που του λείπει δεν είναι άλλο από την παιδεία, μια παιδεία, όμως, δια της οποίας οι άνθρωποι μαθαίνουν από μικροί να σκέφτονται, μαθαίνουν να «βασανίζουν» τη σκέψη τους για να φτάσουν στην αλήθεια, μαθαίνουν να ζουν μέσα στην πραγματικότητα και όχι με φαντασιώσεις. Αυτή η παιδεία είναι και θα είναι το μεγάλο ζητούμενο. Όσο η παιδεία μας δεν πραγματώνει αυτούς τους σκοπούς, θα εξακολουθούμε να είμαστε όλοι θύματα της «ασθένειάς» μας, να είμαστε οι «μεγάλοι ασθενείς» που θα θέτουν σε κίνδυνο τον εαυτό τους και τους συμπολίτες τους.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης