Ο ήρωας Καπετάν Κώστας Μπαντουβάς και τα βασανιστήρια που οδήγησαν στο θάνατο του-Εκδήλωση τιμής και μνήμης
Η εκδήλωση στη μνήμη του έγινε στις 28 Ιούνη από όλους εκείνους που θέλησαν και φέτος να τιμήσουν τον άνθρωπο που έχασε τη ζωή του για την Ελλάδα, μετά από φρικιαστικά βασανιστήρια από το σαδιστή, γνωστά για τα κακούργα ένστικτα του Γερμανό Λοχία Σούμπερτ, πριν από 73 χρόνια.
Ήταν 28 Ιούνη 1942 όταν ο Μπαντουβόκωστας, άφηνε την τελευταία του πνοή, παιρνόντας στο πάνθεον των ηρώων. Στην εκδήλωση έγινε μνημόσυνο στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Στη συνέχεια τελέστηκε τρισάγιο στο μνημείο του Εθνομάρτυρα που υπαρχει στο προαύλιο της εκκλησίας και κατατέθηκαν στεφάνια στη μνήμη του.
Στην εκδήλωση μετείχαν εκτός από τους κατοίκους της Αυγενικής, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα του Μπαντουβόκωστα, αλλά και πολλοί φίλοι και συγγενείς.
«Μολών λαβέ» φώναξε στους Γερμανούς
Αμέσως μετά τη δημιουργία της Εθνικής Αντίστασης στο νομό Ηρακλείου, το Μετόχι “Βορούς” έγινε με τη φροντίδα και την ευθύνη του Κων/νου Ζαχαρ. Μπαντουβά (Μπαντουβόκωστα) ο διαμετακομιστικός σταθμός μεταξύ του αντάρτικου του Ψηλορείτη, του Τσούτσουρα και του Αη Νικήτα στα νότια παράλια της Κρήτης από όπου εξασφαλιζόταν η επικοινωνία με τη Μέση Ανατολή.
Πολλές δεκάδες πολεμιστών του Συμμαχικού Στρατού (Άγγλοι, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί) που είχαν ξεμείνει στην Κρήτη μετά τη Μάχη κατά των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών, βρήκαν περίθαλψη και φιλοξενία και κρύφτηκαν στου Βορού και στη συνέχεια οδηγήθηκαν στους όρμους διαφυγής στα νότια παράλια από όπου τους παρελάμβαναν τα συμμαχικά πλωτά μέσα για τη Μέση Ανατολή. Τα ίδια μέσα μετέφεραν στην Κρήτη οπλισμό για τους αντάρτες (τουφέκια, σφαίρες, πιστόλια, χειροβομβίδες), τον οποίο παρελάμβανε ο Μπαντουβόκωστας και στη συνέχεια τον προωθούσε στο λημέρι στον Ψηλορείτη. Είχε επίσης αναλάβει την τροφοδοσία των ανταρτών, κυρίως σε ψωμί και όσπρια, που ήταν απόλυτα απαραίτητα για την επιβίωσή τους.
Για τη δράση του αυτή προδόθηκε στους Γερμανούς από Κρητικούς επίορκους και στις 27 Ιουνίου του 1942, πριν ακόμα ξημερώσει, περικυκλώθηκε ο Βορούς από 200 περίπου Γερμανούς, των οποίων επικεφαλής ήταν ο αιμοσταγής Σούμπερτ, συνεπικουρούμενος από τους γκεσταμπίτες αδελφούς Τζουλιά. Είχαν στήσει τα πολυβόλα στους γύρω λόφους και διαρκώς πυροβολούσαν προς κάθε κατεύθυνση. Συγκέντρωσαν όλους όσοι έμεναν στου Βορού γιατί ήταν εποχή του θερισμού και βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι εκεί.
Ο Καπετάν Χρήστος Μπαντουβάς που είχε κατεβεί από τον Ψηλορείτη πριν δυο - τρεις μέρες για συνεννοήσεις πάνω σε αντιστασιακά θέματα με τον Μπαντουβόκωστα και η σύζυγός του Ζωή, κατάφεραν να ξεφύγουν από τον κλοιό, καθώς και ο Καπετάν Νίκος Γ. Μπαντουβάς και ο Καπετάν Ζαχάρης Γ. Μπαντουβάς. Ο Μπαντουβόκωστας όμως συνελήφθη από τους Γερμανούς στην πρόχειρη κρυψώνα που είχε καταφύγει γιατί η σύζυγός του Δέσποινα το γένος Ελευθ. Καβρού, που βρισκόταν στον 7ο μήνα της κύησης, είχε σπάσει το πόδι της αποβραδίς και ήθελε να είναι κοντά της τη νύχτα.
Οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τον κόσμο δίπλα στο εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Ο Σούμπερτ φώναζε και απειλούσε και οι Τζουλιάδες με τα καμουτσίκια τους χτυπούσαν και φοβέριζαν του πάντες. Τότε πήραν τον ηρωικό Γεώργιο Ι. Σπυριδάκη, που ήταν 23 ετών, μαχητής του αλβανικού μετώπου, όπου πολέμησε γενναία και διακρίθηκε, τον ξυλοκόπησαν απάνθρωπα και τον κακοποίησαν βάναυσα ζητώντας του να μαρτυρήσει πού είναι οι Μπαντουβάδες. Παρ’ όλο που αυτός γνώριζε πολλά και μετείχε στις αντιστασιακές δραστηριότητες που λάβαιναν χώρα στου Βορού, δεν μαρτύρησε ούτε λέξη, ούτε φανέρωσε την ταυτότητα του Μπαντουβόκωστα. Οι Γερμανοί τον υποχρέωσαν να σκάψει ένα λάκκο, τον έστησαν στο χείλος του και την ώρα που τον σκόπευαν το παλληκάρι φώναξε “Ζήτω η Ελλάδα” και άρχισε να ψάλλει τον Εθνικό Ύμνο. Όμως οι βάρβαροι τον τουφέκισαν και τον έριξαν μέσα στο λάκκο. Και όλα αυτά έγιναν μπροστά στη μητέρα του κσι στις αδελφές του.
Μέχρις εκείνη τη στιγμή οι Γερμανοί δεν γνώριζαν ότι ανάμεσα σ’ αυτούς που είχαν συλλάβει ήταν και ο Μπαντουβόκωστας. Τότε πετάχτηκε ένας νεαρός και τρομοκρατημένος όπως ήταν, είπε στους Γερμανούς: “Εγώ δεν ξέρω τίποτα, να ο σάντολός μου ο Μπαντουβόκωστας και αυτός θα σας τα πει”.
Αμέσως οι Γερμανοί έδεσαν τον Μπαντουβόκωστα με σχοινιά, συνέλαβαν το γιο του Ζαχαρία 14 ετών τότε, τις θυγατέρες του Νικολάου Ι. Μπαντουβά Ανθή, Σταυρούλα, Αικατερίνη και Μαρία, τη σύζυγο του Καπετάν Ζαχαρία Γ. Μπαντουβά Φιλαρέτη και τέλος το σύζυγο της Ανθής Μπαντουβά, Εμμανουήλ Περιστέρη. Πήραν μαζί τους βόδια, πρόβατα, τυριά και άλλα τρόφιμα, λεηλάτησαν τα πάντα και ξεκίνησε βασανιστική η πορεία από του Βορού μέχρι την Αγία Βαρβάρα χωρίς να τους αφήνουν ούτε νερό να πιουν κατά τη διαδρομή.
Τους μετέφεραν στην Αυγενική όπου ηταν η έδρα του Σούμπερτ και αμέσως άρχισε το μαρτύριο του Μπαντουβόκωστα μπροστά στο γιο του Ζαχαρία και τους άλλους συγγενείς. Τον χτυπούσαν αλύπητα ζητώντας του να μαρτυρήσει πού είχε κρύψει τα όπλα που πρόσφατα παρέλαβε από το υποβρύχιο (και τα οποία δεν είχε προλάβει να στείλει στον Ψλορείτη). Του ζητούσαν να ομολογήσει τοποθεσίες, συνεργάτες, ονόματα, αλλά δεν τους είπε ούτε λέξη. Του έσπασαν τις αρθρώσεις μία - μία, ζητώντας του τα όλα, του έβγαλαν το ένα μάτι, του χαράκωσαν το δέρμα και του έβαλαν αλάτι για να αποσπάσουν την ομολογία που ήθελαν, αλλά ο Μπαντουβόκωστας άντεχε παλληκαρίσια. Αποκαμωμένος αλλά περήφανος, μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και τους φώναξε: “Έχω τα, μωρέ κερατάδες, μα δεν σας τα δίνω” και αυτό ήταν μια άλλη έκφραση του “Μολών λαβέ” ενός γενναίου Ανθρώπου και θερμού Πατριώτη, προς τους σφετεριστές της ελευθερίας του τόπου μας. Οι Γερμανοί που κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο να αποσπάσουν την παραμικρή ομολογία, τον έσυραν στο χώμα μέχρι το Νεκροταφείο της Αυγενικής, γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει, και εκεί τον πυροβόλησαν και τον έριξαν σε ένα λάκκο παρά το ότι ανέπνεε ακόμα. Ήταν 28 Ιουνίου 1942.
Για την ιστορία αναφέρομε ότι τα όπλα βρέθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 σ’ ένα χωράφι του Καπετάν Ζαχαρία Γ. Μπαντουβά, όταν έκαναν βαθειά άροση για να φυτέψουν ελαιόδενδρα, όπου τα είχε κρύψει ο Μπαντουβόκωστας, δυστυχώς όμως ήταν κατεστραμμένα από την υγρασία.
Ο Μπαντουβόκωστας υπήρξε και παραμένει Πρωτομάρτυρας της Εθνικής Αντίστασης, που με τη στάση του και τον ηρωικό θάνατό του, νίκησε το αδυσώπητο πνεύμα της “Άριας Φυλής”. Διαφύλαξε το μυστικό του με αντάλλαγμα την ίδια τη ζωή του και η θυσία σου πέτυχε το σκοπό της γιατί τα όπλα δεν έπεσαν στα χέρια των Γερμανών και γιατί δεν ομολόγησε τίποτα από όσα γνώριζε για πρόσωπα, σχέδια, τοποθεσίες κλπ. που θα έθεταν σε κίνδυνο και τις ζωές τους και τον αγώνα που διεξαγόταν. Ο ηρωισμός του ήταν χαστούκι κατά του κατακτητή, αλλά έγινε και φλόγα που κράτησε το ηθικό των Κρητικών ζωντανό και την απόφαση για ελευθερία αμετάκλητη. Η θυσία του συμβολίζει το αθάνατο πνεύμα του Κρητικού Λαού και η Εθνική του δραση και ο ηρωικός του θάνατος τον ανεβάζουν πλάι στον Δασκαλογιάννη και τον Κόρακα και τον καθιερώνουν ως Εθνομάρτυρα.
Γι’ αυτό η επέτειος αυτή πρέπει να τιμάται κάθε χρόνο για να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν οι μικρότεροι ότι η Ελευθερία της Ελλάδος έχει αποκτηθεί με πολύ αίμα και πολύ πόνο, καθώς και ότι αυτοί οι απλοί άνθρωποι δόξασαν την Πατρίδα μας στα πέρατα της οικουμένης.
(Πληροφορίες του Γιώργου Παναγιωτάκη)