Μήπως δεν αγαπάμε την πόλη μας;
Γράφει ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Ίσως πει κάποιος ότι είναι υπερβολική και γενικευτική μια τέτοια απάντηση και μερικώς θα έχει δίκιο. Την απάντηση, όμως, στο ερώτημα το δίδει η ίδια η εικόνα ης πόλης. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι η εκάστοτε δημοτική αρχή του Ηρακλείου, εδώ και χρόνια, καταβάλλει προσπάθεια, ώστε η πόλη να διατηρείται καθαρή και εν γένει να παρουσιάζει στον επισκέπτη αλλά και στον κάτοικό της μια αποδεκτή για τα σημερινά δεδομένα εικόνα: έχουν γίνει έργα ανάπλασης σε γειτονιές, δημιουργήθηκαν πλατείες, ανοίχτηκαν και φωτίστηκαν δρόμοι, αναδείχτηκαν μνημεία. Όμως, όπως έχω γράψει και παλαιότερα, η πόλη μας παρουσιάζει δυο όψεις: αυτήν του κέντρου και την άλλη της περιφέρειας, που διαφέρουν πολύ η μια από την άλλη, τόσο ως προς την καθαριότητα όσο και ως προς τη γενική της εικόνα. Αλλά και μια σύγκριση της εικόνας του Ηρακλείου με την αυτήν που παρουσιάζουν άλλες πόλεις της Κρήτης (Χανιά, Ρέθυμνο, Άγιος Νικόλαος), θα πιστοποιήσει του λόγου το ασφαλές και θα αποδείξει ότι η εικόνα των πόλεων αυτών σαφώς υπερέχει αυτής του Ηρακλείου.
Και αφού, όπως είπαμε, η δημοτική αρχή έχει καταβάλει και εξακολουθεί να καταβάλλει προσπάθειες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, για τη βελτίωση της εικόνας του Ηρακλείου, τότε η συνεχιζόμενη άσχημη εικόνα της πόλης δεν αφορά πλέον μόνο το Δήμο αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό τους ίδιους τους κατοίκους της. Μιλώντας καμιά φορά με κατοίκους άλλων κρητικών πόλεων, εισπράττω από μέρους των τη διαπίστωση ότι οι Ηρακλειώτες δεν αγαπάμε την πόλη μας ή δεν την αγαπάμε όσο πρέπει. Γιατί άραγε;
Θα ξεκινήσω από ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Στο βιβλίο του «Από όσα θυμούμαι, Το Παλαιό Κάστρο, Μια βόλτα στο Ηράκλειο των αρχών του 20ού αιώνα»(Εκδόσεις Δοκιμάκης, Ηράκλειο 2008, σ. 130) ο Μανώλης Δερμιτζάκης γράφει: «Το παλιό Κάστρο, εκείνο που ανιστορούμαι, δεν μπορούσε καθόλου να κολακεύονταν, όπως από την αρχή έχομε πει, ούτε για την πάστρα του ούτε για το ρυμοτομικό του σχέδιο. Ήταν μια τουρκόπολις με τους σωρούς των σκουπιδιών της σε καθεμιά γειτονιά και τσαρσί, με τους ανοιγμένους εδώ κι εκεί οχετούς ως γουργουθακιάζανε τρέχοντας τα βουρκόνερά τους στις λακκούβες των καλντεριμιών και στα πλακόστρωτα, με το πλήθος τους πεινασμένους αδέσποτους σκύλους που τριγύριζαν στα σοκάκια και στα τσαρσά ψάχνοντας κάτι νά ‘βρισκαν στους σωρούς τα σκουπίδια». Αυτή ήταν η εικόνα του Ηρακλείου περί το 1905. Αν εξαιρέσει κανείς τους οχετούς και τα βουρκόνερα, η απουσία ρυμοτομικού σχεδίου, τα πεταμένα εκτός των κάδων σκουπίδια και τα αδέσποτα σκυλιά εξακολουθούν να αποτελούν κομμάτι της σημερινής πραγματικότητας της πόλης. Το φαινόμενο δείχνει αφενός τη δύναμη που ασκεί το παρελθόν επί των συμπεριφορών των ανθρώπων και, αφετέρου, ότι οι συμπεριφορές μεταβάλλονται πολύ πιο αργά σε σχέση με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Σημαντικό ρόλο στην όλη εικόνα της πόλης μας παίζει η απουσία ρυμοτομικού σχεδίου. Υπήρξεν όντως εγκληματική η αδράνεια των αρχών, που στα χρόνια της πληθυσμιακής και οικοδομικής έκρηξης του Ηρακλείου δεν φρόντισαν η πόλη να αποκτήσει σχέδιο και να λάβει την εικόνα μιας σύγχρονης πόλης, όπου θα υπάρχουν όλα όσα απαιτεί η ζωή μέσα στο «τεχνητό»περιβάλλον μιας μεγαλούπολης, προκειμένου να είναι ανεκτή και αξιοβίωτη. Το Ηράκλειο μεγάλωσε με ταχείς ρυθμούς, βοηθούντων τόσο του τουρισμού όσο και του αγροτικού πλούτου του νομού. Τούτο έδωσε τη δυνατότητα σε μεγάλες ομάδες αγροτικού πληθυσμού να επενδύσουν σε αστικά ακίνητα, να χτίσουν ένα σπίτι για τα παιδιά τους ή για τους ίδιους, αφού το ιδιόκτητο σπίτι στην Ελλάδα είναι μια ισχυρή παράδοση. Τότε χάθηκε το παιγνίδι, διότι όλα έγιναν χωρίς κανόνες και οι άνθρωποι μετέφεραν αυτό που γνώριζαν από τα χωριά τους και στην πόλη: εκμετάλλευση και του τελευταίου μέτρου από το οικόπεδο, δρόμους στενούς (σε κάποιες περιπτώσεις τόσο στενούς, ώστε να περνάνε μόνο ζώα), καθόλου ελεύθερους χώρους, καμιά πρόβλεψη για σχολεία και πλατείες. Η ανεξέλεγκτη αυτή ανάπτυξη με την κάθοδο του αγροτικού πληθυσμού και η απουσία αστικής κουλτούρας σε ένα ήδη άσχημο περιβάλλον αποτέλεσαν μια άλλη αιτία της εν πολλοίς αντιαισθητικής μέχρι σήμερα εικόνας της πόλης.
Ωστόσο, θα περίμενε κανείς ότι εμείς οι σύγχρονοι κάτοικοι της πόλης θα συμπεριφερόμασταν πολύ διαφορετικά. Κι όμως αυτό δεν συμβαίνει. Μια βόλτα στους δρόμους της πόλης μας αρκεί, για να αποδείξει ότι η ασχήμια και η ακαθαρσία δίνουν συνεχώς το «παρών». Δεν υπάρχει τοίχος όπου οι «φίλαθλοι» ή διάφοροι άλλοι «έξυπνοι»να μην έχουν γράψει συνθήματα και βωμολοχίες. Δεν προλαβαίνει να καθαριστεί ή να βαφεί ένας τοίχος και την άλλη μέρα είναι γεμάτος από τις ανοησίες του καθενός. Αδέσποτα σκυλιά και γατιά τριγυρίζουν στο κέντρο της πόλης ή γύρω από τους κάδους των απορριμμάτων, ψάχνοντας για τροφή. Ασυνείδητοι πετούν τα σκουπίδια τους εκτός των κάδων, επειδή βαριούνται να βγουν από το αυτοκίνητό τους. Άλλοι παρκάρουν όπου «γουστάρουν», χωρίς να λογαριάζουν τους υπόλοιπους οδηγούς ή τους πεζούς. Κυρίως οι δημόσιοι χώροι (σχολεία, δικαστήρια, υπηρεσίες, ακόμα και μνημεία και ναοί) γίνονται ελάχιστα σεβαστοί, λες και τους μισούμε με πάθος. Όλα τα παραπάνω και άλλα πολλά είναι η απόδειξη ότι δεν αγαπούμε την πόλη μας, ότι μας λείπει η κοινωνική συνείδηση: λειτουργούμε οι περισσότεροι ατομικά, με κίνητρο την ευκολία μας και το ατομικό μας συμφέρον και λιγότερο το συμφέρον του συνόλου και της πόλης στην οποία ζούμε. Είμαστε ακόμη, δυστυχώς, στο Εγώ, όχι στο Εμείς.
Σε ένα τοίχο της πόλης μας είδα γραμμένη, μεταξύ άλλων, και τη φράση: «Η πόλη μάς ανήκει». Σκέφτηκα ότι εκεί ίσως βρίσκεται το πρόβλημα: θεωρούμε ότι η πόλη είναι ιδιοκτησία μας και ως τέτοια μπορούμε να την κάνουμε ό, τι θέλουμε, να συμπεριφερόμαστε απέναντί της κατά το δοκούν. Αν, όμως, αντιστρέψουμε τη φράση και πούμε ότι «ανήκουμε στην πόλη», τότε τα πράγματα αλλάζουν. Διότι, αν εμείς ανήκουμε στην πόλη, αν ανήκουμε δηλαδή σε ένα ευρύτερο «Εμείς», τότε η συνείδησή μας πλαταίνει, ευρύνεται και η πόλη γίνεται η «οικογένειά» μας, το σπίτι μας. Και το σπίτι μας, όπως ξέρουμε, το σεβόμαστε, το πονάμε, το κρατάμε καθαρό και όμορφο. Ισχύει εδώ ό, τι ισχύει και για το φυσικό περιβάλλον: αν θεωρούμε ότι είμαστε ιδιοκτήτες του, απλώς το εκμεταλλευόμαστε και το καταστρέφουμε. Αν όμως θεωρήσουμε ότι εμείς ανήκουμε σ’ αυτό και ότι εξαρτιόμαστε από αυτό, τότε θα το αγαπήσουμε και θα το σεβαστούμε. Ας αγαπήσουμε, λοιπόν, την πόλη μας και τότε η όψη της θα αλλάξει. Όλα εξαρτώνται από εμάς, από την πολιτική και κοινωνική μας συνείδηση.