«Eν Αρχή εστί το Πνεύμα»
Επτά άνθρωποι των Γραμμάτων παρουσίασαν σε όλους παρακολούθησαν την εκδήλωση όψεις της Ορθοδοξίας, μέσα από την ξεχωριστή ματιά επτά Νεοελλήνων ποιητών: του Μητροπολίτη Πέργης κ. Ευαγγέλου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Νικηφόρου Βρεττάκου, της Μελισσάνθης, της Ζωής Καρέλλη, του Νίκου Καρούζου και του Γιάννη Βαρβέρη. Επρόκειτο, όντως, για μια πνευματική πανδαισία, για μια αναβάπτιση στον κόσμο του πνεύματος, στον κόσμο της ελευθερίας. Ο ποιητικός λόγος, τον οποίο προσέγγισαν με σεβασμό αλλά και με κριτικό πνεύμα οι ομιλητές, αναδείχτηκε ως ο κατ’ εξοχήν λόγος του πνεύματος. Όσοι παρακολούθησαν την εκδήλωση βρέθηκαν μέσα στην ομορφιά του ποιητικού λόγου, ένιωσαν αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «πνευματική ανάταση» και αντιλήφθηκαν πως η Ορθοδοξία είναι κάτι σαν την αναπνοή της Νεοελληνικής ποίησης, είναι μια δύναμη που, είτε φανερά είτε υποδόρια, εμπνέει την ποίηση, είναι η δροσερή αύρα που γεμίζει το στήθος του ποιητή, από όπου εκπορεύεται η ποιητική δημιουργία.
Δεν είναι, όμως, σκοπός μου να επαινέσω την εκδήλωση ούτε τους ομιλητές ούτε και τους οργανωτές της. Εξάλλου, η εκδήλωση ανήκει πλέον στο παρελθόν. Σκοπός μου είναι να αναδείξω αυτό που άφησε ως μήνυμα, δηλαδή το «Ἐν ἀρχῇ ἐστι τὸ πνεῦμα». Στην αρχή των πάντων είναι το πνεύμα, από το πνεύμα ξεκινούν όλα κι ό, τι δεν ανήκει σ’ αυτό είναι καταδικασμένο σε θάνατο, είναι δέσμιο του θανάτου. Θα προσπαθήσω να γίνω σαφέστερος, επειδή στην εποχή μας, μια εποχή υλοφροσύνης και εξωστρέφειας, ατομικισμού και αποθέωσης του «έχειν», το να μιλεί κάποιος για το πνεύμα ακούγεται παράδοξο, εκτός εποχής, ακατανόητο, ακόμη και ουτοπικό. Ο μεγάλος Ρώσος φιλόσοφος του περασμένου αιώνα Νικόλαος Μπερντιάεφ γράφει στο βιβλίο του «Πνεύμα και πραγματικότητα»: «Ο κόσμος τείνει ν’ απαρνηθεί την πραγματικότητα του πνεύματος. Δεν αμφιβάλλει καθόλου για τα ορατά αντικείμενα που τον εξαναγκάζουν να τα παραδεχτεί. Το πνεύμα όμως δεν είναι ένα ορατό αντικείμενο· τουλάχιστον δεν είναι ένα αντικείμενο ανάμεσα στ’ άλλα».Αυτό κάνει το έργο των πνευματικών ανθρώπων εξαιρετικά δύσκολο και τους ίδιους να μοιάζουν με ένα σπάνιο είδος, που τείνει προς εξαφάνιση.
Πρώτα-πρώτα, τι σημαίνει «πνεύμα»και τι «πνευματικός άνθρωπος»; Θα προσπαθήσω να οριοθετήσω την έννοια των λέξεων, επειδή συχνά χρησιμοποιούμε τις λέξεις, δίχως όμως και να έχουμε σαφή εικόνα της έννοιας. Για τους αρχαίους Έλληνες το «πνεύμα»σήμαινε την πνοή, το φύσημα του αέρα, την πνοή της ζωής, την έμπνευση, και στην Κ. Διαθήκη το Άγιο Πνεύμα αλλά και το υψηλότερο και ευγενέστερο μέρος του ανθρώπινου προσώπου. Θα έλεγα ότι με την Κ. Διαθήκη η λ. «πνεύμα»λαμβάνει το αληθινό της περιεχόμενο. Συνδυαζόμενες, λοιπόν, οι δυο σημασίες του πνεύματος, ως εμπνεύσεως και ως της δυνάμεως εκείνης που ανυψώνει τον άνθρωπο, ώστε να κατακτήσει τον υψηλότερο εαυτό του, υπερβαίνοντας ή μεταμορφώνοντας τα ένστικτά του, μας δίνουν την έννοια του όρου. Ως έμπνευση, το πνεύμα είναι η δημιουργική δύναμη που φέρνει στην εμφάνεια νέα δημιουργήματα, που κάνει το χάος κόσμο, που βάζει σε τάξη τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Στην αφήγηση της Π. Διαθήκης διαβάζουμε ότι κατά τη δημιουργία του κόσμου «πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος», που δείχνει τη δημιουργική παρουσία του Πνεύματος στην ίδια τη δημιουργία του κόσμου. Το πνεύμα, λοιπόν, είναι δημιουργικό, είναι η δύναμη που αλλάζει τον κόσμο και τον άνθρωπο, που τον μεταμορφώνει, τον αναγεννά. Καμιά άλλη δύναμη δεν μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο τόσο βαθιά και αληθινά, όσο το πνεύμα. Υπάρχουν ασφαλώς κι άλλες δυνάμεις που μπορούν να το κάμουν, αλλά η αλλαγή θα είναι επί το χείρον. Μια τέτοια δύναμη π.χ. είναι ο φόβος, που τον χρησιμοποιούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Σκεφτείτε, όμως, τι είδους αλλαγή επιφέρουν στον άνθρωπο…
Άρα το πνεύμα είναι κάτι το πολύ βαθύ, είναι η δύναμη που βυθίζεται κι έχει την αρχή του στον ίδιο το Θεό, είναι θεία παρουσία. Υπ’ αυτή την έννοια το πνεύμα δεν μπορεί παρά να είναι πνεύμα ελευθερίας και ήθους. Πνεύμα δίχως ελευθερία δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς πνεύμα: «Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ιωάν. 3,8). Αλλά και το άηθες πνεύμα αυτοκαταστρέφεται, όπως συμβαίνει και με το ήθος που δεν συνοδεύεται από πνευματική ζωή. Αλλά αυτό μας οδηγεί σε μια νέα ισότητα: αν το πνεύμα είναι ελευθερία, τότε και η πνευματική δημιουργία δεν μπορεί παρά να είναι ελεύθερη, δεν μπορεί να υπάρξει εκτός του κλίματος της εσωτερικής ελευθερίας. Δημιουργός είναι μόνο εκείνος που δημιουργεί «πειθόμενος τοῖς ἑαυτοῦ ρήμασι». Άλλως, είναι υποχείριο, δρα κατ’ εντολήν. Μόνο όταν οι επιλογές είναι ελεύθερες, ο άνθρωπος είναι γνήσιος και αληθινός πνευματικός δημιουργός.
Για να λειτουργήσει, λοιπόν, ο άνθρωπος ως δημιουργός ή γενικότερα ως γνησίως ανθρώπινο ον, θα πρέπει να γίνει φορέας του πνεύματος, δηλαδή να αποκτήσει την ελευθερία εκείνη που θα τον βγάλει όχι από την κοινωνία και τον κόσμο αλλά από οτιδήποτε τον εγκλείει στη μικρή, ρευστή, ευεπίφορη στο κακό ανθρώπινη φύση. Η σύγχρονη κοινωνία δεν θα έλεγε κανείς πως συντελεί στην ανακάλυψη του πνεύματος ούτε και αφήνει πολλά περιθώρια για γνήσια πνευματική δημιουργία, επειδή είτε διαστρέφει το νόημα του πνεύματος και της πνευματικότητας είτε μεταβάλλει τα έργα του πνεύματος σε καταναλωτικά προϊόντα. Υπ’ αυτή την έννοια η κοινωνία μας, όπως γράφει και πάλι ο Μπερνιάεφ, «είναι το τέλος των δημιουργικών κινήσεων του πνεύματος, η εξάλειψη και το κρύωμα της φωτιάς.» Και συνεχίζει: «Υπάρχει μια πνευματικότητα για τη χρήση των αστών, αλλά αυτή η πνευματικότητα δεν έχει τίποτε το πνευματικό».
Μέσα σε αυτό τον αφιλόξενο για το πνεύμα κόσμο, εκείνοι που προσπαθούν να το κρατήσουν ζωντανό είναι οι ποιητές, αυτά τα «μυθόβια όντα», όπως τους αποκαλεί ο Νίκος Καρούζος. Οι ποιητές ζουν με τους μύθους, δηλαδή με το κατεξοχήν αποδεικτικό στοιχείο της ελευθερία του πνεύματος, τη φαντασία, αλλά πλάθουν και μύθους, πλάθουν δηλαδή κόσμους που πάνε πέρα από τον κόσμο, όχι ως κάτι το ουτοπικό, αλλά ως αποκάλυψη του κρυμμένου βάθους της πραγματικότητας. Ο ποιητής βαθαίνει τον εσωτερικό του κόσμο, ανακαλύπτει τους λόγους των πραγμάτων, επειδή πατά γερά στη γη. Και πατά γερά στη γη, γιατί το ένα πόδι του βρίσκεται έξω από αυτήν, όπως έχει πει ο Ο. Ελύτης. Ο ποιητής ανοίγει τη συνείδηση σε κόσμους που ο κοινός άνθρωπος ούτε φαντάζεται. Γι’ αυτό και είναι ελεύθερος, άρα αληθινός δημιουργός. Κι αν ο ποιητής είναι ελεύθερος δημιουργός, τότε είναι φορέας του πνεύματος, είναι ο κατεξοχήν πνευματικός άνθρωπος.
Να γιατί είπα από την αρχή πως «Ἐν ἀρχῇ ἐστι τὸ πνεῦμα». Αυτό το πνεύμα το αληθινό που έπνευσε στην Αίθουσα Διαλέξεων της Ενορίας Μπεντεβή κι έδωσε τη δροσιά της ομορφιάς, του στοχασμού και της ελευθερίας σε όσους βρέθηκαν εκεί. Αυτού του ζώντος πνεύματος έχουμε ανάγκη σήμερα «κι όποιος δεν το καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει» (Διονύσης Σαββόπουλος). Με τους ποιητές, λοιπόν. Να βάλουμε το πνεύμα ως έμπνευση, ως ελευθερία και ως ήθος στο θεμέλιο της ζωής μας. Μόνο αυτή η επιλογή μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή και να μας κρατήσει ζωντανούς.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης