Δος μοι Τούτον τον Ξένον
Τότε, κατά την έξοδο του Επιταφίου από το ναό (αλλά και κθ’ όλη τη διάρκεια της περιφοράς του στους δρόμους του χωριού), οι πρακτικοί ψάλτες του χωριού έψαλλαν με παπαδιαμαντικό τρόπο το πάντερπνο τροπάριο: «Τὸν ἥλιον κρύψαντα…», προερχόμενο από μια ομιλία του αγίου Επιφανίου Κύπρου με τίτλο «Εἰς τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» . Δεν καταλαβαίναμε τότε και πολλά πράγματα από το τροπάριο αυτό, αλλά μας έκανε εντύπωση η συχνή επανάληψη της φράσης «δός μοι τοῦτον τὸν ξένον». Το μόνο που καταλαβαίναμε ήταν ότι ο «ξένος»του τροπαρίου ήταν ο Χριστός. Πέρασαν αρκετά χρόνια, ώσπου να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία όσων έψαλλαν με το δικό τους μελωδικό τρόπο οι ψάλτες.
Επτά φορές επαναλαμβάνεται η φράση «δός μοι τοῦτον τὸν ξένον» και κάθε φορά ο υμνογράφος, με μια συμπληρωματική, δευτερεύουσα πρόταση, δίνει το στίγμα της ξενίας του Χριστού. Έτσι, ο Χριστός είναι Εκείνος που από βρέφος ακόμη εξορίστηκε ως ξένος· είναι Αυτός που οι συμπατριώτες του τον μισούν και τον θανατώνουν σαν ξένο· Αυτός που με παράδοξο τρόπο τον φιλοξενεί ο θάνατος· Αυτός που ξέρει να φιλοξενεί τους φτωχούς και τους ξένους· Αυτός που από φθόνο οι Εβραίοι τον αποξένωσαν από τον κόσμο· Αυτός που ως ξένος δεν έχει που να κοιμηθεί.
Προτού αναφερθούμε αναλυτικότερα στη σημασία της λέξης σε σχέση με το Χριστό, θα πρέπει να σημειώσουμε πως στην αρχαία ελληνική Γραμματεία το επίθετο «ξένος» είχε την έννοια του πολίτη ξένης πόλεως με την οποία έχει κάποιος συμφωνία φιλοξενίας για τον εαυτό του και τους απογόνους του, βεβαιωμένη με ανταλλαγή δώρων και με την επίκληση του Ξενίου Διός. Η σχέση αυτή ήταν κληρονομική, αμφότερα τα δε μέλη της ονομάζονταν «ξένοι»». Όμως το επίθετο «ξένος» για τους αρχαίους Έλληνες είναι επίσης η πιο γενική λέξη για τον «απέξω», γι’ αυτόν που δεν ανήκει πλήρως στην κοινότητα, είτε είναι Έλληνας είτε όχι. . Ακόμη έχει και τη σημασία του αλλότριου, του ασυνήθους, του παράξενου, του παράδοξου και θαυμαστού, σημαίνει τον «παράδοξο’. Στη χριστιανική Γραμματεία η λ. χρησιμοποιείται κυρίως με τις δυο τελευταίες σημασίες της, έχει δηλαδή την ίδια σημασία που κι εμείς της αποδίδουμε σήμερα. Επομένως, ο Χριστός είναι «ξένος», είναι δηλαδή Αυτός που, ως Θεός, ήλθε από ένα κόσμο διαφορετικό από τον δικό μας. Ταυτόχρονα είναι ξένος γιατί εμείς τον αποξενώσαμε, τον εξορίσαμε από τον κόσμο μας, του συμπεριφερθήκαμε όχι με τα φιλόξενα αισθήματα που πρέπει να δείχνουμε προς τους ξένους, αλλά με εχθρότητα τέτοια, που τον οδηγήσαμε στον σταυρικό θάνατο.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα γιατί ο Χριστός αποκαλείται ξένος:
Στον Ακάθιστο Ύμνο διαβάζουμε τη φράση: «Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου»: Τώρα που είδαμε την παράδοξη γέννηση (του Χριστού), ας αποξενωθούμε από τον κόσμο. Ο Χριστός είναι «ξένος», γιατί η σύλληψη και γέννησή του είναι ένα παράδοξο θαύμα. Στα Ευαγγέλια, επίσης, ο Χριστός λέγει για τον εαυτό του ότι δεν είναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», άρα δεν είναι ένα απλό γέννημα της ανθρώπινης φύσης, αλλά προέρχεται από ένα άλλο κόσμο, τον κόσμο του Θεού, είναι Θεός και στο Πρόσωπό Του ενώθηκαν με τρόπο θαυμαστό και παράδοξο η θεία και η ανθρώπινη φύση. Αυτή η θεανθρωπινότητα του Χριστού τον καθιστά «ξένο» για τον ορθολογισμό του ανθρώπου. Αλλά και η διδασκαλία του Χριστού, η καινή εντολή της αγάπης που με τόση ένταση ακούγεται για πρώτη φορά στον κόσμο, είναι κάτι καινούργιο και παράδοξο για τον κοινό νου, όπως παράδοξο και «ξένον μυστήριον»είναι και η σταύρωση, ο θάνατος και η ταφή του Χριστου΄: πώς ο ίδιος ο Θεός καταδέχεται να πάθει, να σταυρωθεί και να πεθάνει σαν άνθρωπος;
Αλλά και στην ομιλία του αγίου Επιφανίου που προαναφέραμε, διαβάζουμε τα παρακάτω: «Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που ήλθε από μακρινή χώρα, για να σώσει τον ξένο (δηλ. τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό). Δώσε μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός μόνο είναι ξένος. Δώσε μου αυτόν τον ξένο, του οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι (δηλ. οι ζώντες μακράν του Θεού άνθρωποι). Δώσε μου αυτόν τον ξένο, του οποίου τον Θεό Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δώσε μου αυτόν τον ξένο, του οποίου τον τόπο και το θαύμα της γέννησης και τον τρόπο αγνοούμε οι ξένοι. Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που έζησε παράδοξη ζωή στον ξένο τόπο. Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος δίχως σπίτι, σε ξένη χώρα γεννήθηκε στη φάτνη. Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που μέσα από τη φάτνη έφυγε σαν ξένος, για να γλυτώσει από τον Ηρώδη. Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που από τα σπάργανα ακόμη εξορίστηκε στην Αίγυπτο· τον ξένο που δεν είχε πόλη ούτε χωριό ούτε σπίτι ούτε τόπο διαμονής ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα βρίσκεται ξένος» (43, 445 κ.ε.).
Ξένος, λοιπόν, ο Χριστός. Και όχι απλώς ξένος, αλλά ο ξένος των ξένων. Για το λόγο αυτό, ο Χριστός γνωρίζει τι θα πει να βρίσκεσαι ξένος σε ξένη χώρα, δίχως σπίτι, δίχως συγγενείς, δίχως δικούς σου ανθρώπους, δίχως την οικειότητα του τόπου και της γλώσσας σου. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο που στην αφήγησή του για τη Δεύτερη Παρουσία ταυτίζει τον Εαυτό του με τους ξένους λέγοντας: «Ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με» και τονίζει ότι η περίθαλψη των ξένων θα είναι ένα από τα κριτήρια στην τελική κρίση. Έτσι κατανοούμε και γιατί στην ίδια αφήγηση λέγει πως ό, τι πράξουμε απέναντι στον ξένο, θετικό ή αρνητικό, είναι σαν να το πράττουμε σ’ Αυτόν τον ίδιο.
Ο πλούσιος βουλευτής, ο εξ Αριμαθαίας Ιωσήφ, τόλμησε, μέσα στο κλίμα του φόβου που επεκράτησε μετά τη σταύρωση και το θάνατο του Χριστού, να ζητήσει από τον Πιλάτο το σώμα του «ξένου»Χριστού και να το θάψει στο «καινό»μνημείο. Κι εμείς μπορούμε να γίνουμε σαν τον Ιωσήφ, να αναζητήσουμε δηλαδή τον Ιησού και να τον κρύψουμε στο μνημείο της καρδιάς μας, από όπου θα αναστηθεί, για να αναστήσει και να αναγεννήσει τη ζωή μας. την ίδια στιγμή, ο υμνογράφος μάς προτρέπει λέγοντας: «ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου», να αποξενωθούμε από τον κόσμο, δηλαδή να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και ζωής, να αποκτήσουμε «νοῦν Χριστοῦ», ώστε να αντικρύζουμε τη ζωή από άλλο πρίσμα, αντιλαμβανόμενοι ότι κάθε άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού και, ως εκ τούτου, άξιος αγάπης και σεβασμού. Αλλάζοντας τρόπο σκέψης και ζωής κι αρχίζοντας στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου, οικείου ή ξένου, να βλέπουμε τον ίδιο τον Χριστό και να σεβόμαστε και να αγαπούμε τον ξένο, όπως τον Χριστό, θα τύχουμε «ξενίας δεσποτικής», θα φιλοξενηθούμε δηλαδή από τον Χριστό, θα γίνουμε μέλη του συμποσίου και εορταστές της θείας Βασιλείας. Έτσι θα περάσουμε από το Πάθος του σταυρού στη χαρά της Ανάστασης και θα πραγματώσουμε το Πάσχα ως διάβαση και πέρασμα από το θάνατο του εγωισμού στη ζωή της αγάπης, από το Εγώ στο Εμείς.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης