21η Απριλίου: Η αποφράς ημέρα της Δημοκρατίας
Διότι, ζώντας σ’ ένα περιβάλλον πολιτικής ασφυξίας και κοινωνικής στασιμότητας, συνειδητοποίησαν την αξία των δημοκρατικών ελευθεριών, τη σημασία της δημοκρατικής παιδείας και την ανάγκη για μια κοινωνία που μπορεί να οραματιστεί για τον εαυτό της ένα καλύτερο μέλλον. Η χούντα, στραγγαλίζοντας τις ελευθερίες και την ορμή των νέων προς την πρόοδο, δίδαξε, εκ του αντιθέτου, πόσο πολύτιμη είναι η δημοκρατία και πόσο αναγκαία ήταν η επανεύρεση του αληθινού νοήματός της. Φαίνεται πως ο άνθρωπος, σύμφωνα με το νόμο της διαλεκτικής, συλλαμβάνει τη σημασία και το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων, μόνο όταν βιώσει καταστάσεις διαμετρικά αντίθετες προς αυτά. Σε τούτο το κείμενο θα προσπαθήσω να δείξω πώς, ως ένας έφηβος της περιόδου εκείνης, βίωσα τα γεγονότα και το κλίμα της εποχής και πώς επηρέασαν τη ζωή και τις επιλογές μου.
21 Απριλίου 1967, Παρασκευή πρωί, ξυπνήσαμε από τα στρατιωτικά εμβατήρια και τις πρώτες ανακοινώσεις των πραξικοπηματιών, που μετέδιδαν, αντί του συνηθισμένου προγράμματος, οι κρατικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί της τότε ΕΙΡ και της ΥΕΝΕΔ: "Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας». Ως «έκρυθμη κατάσταση» οι πραξικοπηματίες θεωρούσαν την προηγηθείσα δύσκολη για τη δημοκρατία περίοδο των ετών 1965-67, κυρίως όμως τον, κατά την άποψή τους, επικρεμάμενο άνωθεν της χώρας κομμουνιστικό κίνδυνο. Ακολούθησε το βασιλικό διάταγμα, με το οποίο καταργούνταν βασικά άρθρα του Συντάγματος. Έτσι απαγορευόταν: το δικαίωμα συμμετοχής σε σωματεία, το δικαίωμα ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων, το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, το δικαίωμα στο απαραβίαστο της αλληλογραφίας. Συστάθηκαν και λειτούργησαν αμέσως και τα έκτακτα στρατοδικεία, ενώ δημοσιεύτηκαν και οι «κανόνες»διαβίωσης:
Α. Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η κυκλοφορία εις τας οδούς της πόλεως πάσης φύσεως οχημάτων και πεζών.
Β. Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η ανάληψις καταθέσεων εκ των τραπεζών και των ταμιευτηρίων.
Γ. Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η αγορά χρυσών λιρών και γενικώς ξένου συναλλάγματος.
Δ. Μέχρι νεωτέρας διαταγής διακόπτονται τα μαθήματα των σχολείων...".
Επρόκειτο περί διαταγών που, για μας τουλάχιστον, ήταν πρωτοφανείς και πρωτάκουστες. Ο κόσμος, οι απλοί άνθρωποι, στην αρχή άκουσαν όλα τα παραπάνω μουδιασμένοι, αλλά και κάποιοι που είχαν κουραστεί από την, λόγω των αντισυνταγματικών παρεμβάσεων του παλατιού στα πολιτικά πράγματα, ακυβερνησία, είδαν στα πρόσωπα των πραξικοπηματιών μια «λύση», όπως ήταν περίπου οι «βάρβαροι»του Κ. Καβάφη: «Οι άνθρωποι αυτοί ήταν μια κάποια λύσις» (Περιμένοντας τους βαρβάρους). Περίμεναν ίσως, όπως περιμέναμε όλοι, ότι η κατάσταση αυτή θα διαρκούσε μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Όταν όμως ο αρχιπραξικοπηματίας Γ. Παπαδόπουλος παρομοίασε την Ελλάδα σαν μια χώρα που έπρεπε «να μπει στο γύψο», οι όποιες ελπίδες για σύντομη παραμονή των στρατιωτικών στην εξουσία εξανεμίστηκαν. Η χούντα, εντωμεταξύ, από την αρχή της επιβολής της, άρχισε να ξεδιπλώνει μια πρωτοφανή προπαγάνδα κατά το δημοκρατικού πολιτεύματος και υπέρ της αναγκαιότητας της κατάληψης της εξουσίας από τον στρατό, μια προπαγάνδα που, μαζί και με κάποια έργα βιτρίνας και κάποιες «φιλολαϊκές»τάχα αποφάσεις, έδειχναν να φέρνουν αποτελέσματα υπέρ αυτής στη συνείδηση του λαού.
Καθώς μεγαλώναμε σ’ αυτό το κλίμα της ανελευθερίας και του φόβου και καθώς οι πληροφορίες για βασανισμούς πολιτών έφταναν στα αυτιά μας, όσο κι αν οι χουντική κυβέρνηση και τα όργανά της προσπαθούσαν να το αποκρύψουν, κάτι δυνατό γεννιόταν μέσα μας, κάτι που αναδυόταν αυθόρμητα από την ψυχή και το πνεύμα μας και που μας μαρτυρούσε αλάνθαστα ότι λείπει από τη ζωή μας το σημαντικότερο αγαθό: το αγαθό της ελευθερίας. Ως φοιτητές τότε, ζήσαμε τις αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις στα αστυνομικά τμήματα, γνωρίσαμε τι θα πει χαφιές και αστυνομικός της μυστικής αστυνομίας, που σε σταματούσε στο δρόμο αναίτια, για να σου κάμει έλεγχο (κι άντε να του φέρεις αντίρρηση), βιώσαμε τι σημαίνει να σου κτυπούν πρωί-πρωί την πόρτα, για να ελέγξουν αν ο στρατιώτης αδελφός σου κοιμάται στο σπίτι σου, όπως δήλωνε κατά την έξοδό του. Κι ύστερα ζήσαμε τις φοιτητικές εκλογές της νοθείας, όταν η χούντα προσπάθησε να ελέγξει τους φοιτητικούς συλλόγους αλλοιώνοντας τα αποτελέσματα των εκλογών, όπως συνέβη στην ψηφοφορία της 24ης Νοεμβρίου 1972 στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, τα νόθα αποτελέσματα της οποίας κατήγγειλε δια των εφημερίδων της εποχής ο μαχητικός και αντιχουντικός διάκονος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, μακαριστός Τιμόθεος Λαγουδάκης, τριτοετής τότε φοιτητής. Κι ακούσαμε κρυφά τα τραγούδια του Θεοδωράκη και γοητευτήκαμε από το «Μεγάλο μας τσίρκο» (Καζάκος, Καρέζη, Παπαγιαννόπουλος, Ξυλούρης).
Είχαμε τότε ανδρωθεί πολιτικά, η όλη κατάσταση είχε γεννήσει μέσα μας ένα έξοχο αίσθημα φιλελευθερισμού, μια ανάγκη να αλλάξουν τα πράγματα, να φύγει η χούντα, μια απαίτηση συνολικά του ελληνικού λαού, ο οποίος είχε ήδη «ξυπνήσει»και είχε συνειδητοποιήσει την οπισθοδρόμηση, κοινωνική και πολιτική, στην οποία τον είχε καταδικάσει η χούντα. Όλη αυτή η νέα πραγματικότητα εκδηλώθηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973, όταν, με πρωτοπόρους τους φοιτητές, ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους της Αθήνας κι έδειξε τα πραγματικά του αισθήματα απέναντι στο χουντικό καθεστώς. Δεν θα ξεχάσω τον κόσμο μπροστά από το Πολυτεχνείο, όταν όλους μας ένωνε η φωνή της Δαμανάκη και τα τραγούδια του Ξυλούρη. Κι ύστερα, την Παρασκευή το βράδυ, οι αύρες, τα εισπνεόμενα δακρυγόνα που μας έπνιγαν κι έκαιγαν τα μάτια μας, οι μάζες του λαού που έτρεχαν κυνηγημένες από τους αστυνομικούς στην οδό Πατησίων, Πανεπιστημίου και Σταδίου, τα ματωμένα πρόσωπα, οι συλλήψεις, οι πυροβολισμοί, που ακούγονταν και το Σάββατο όλη τη μέρα σε διάφορα σημεία της Αθήνας, και, δυο μέρες μετά, η σύλληψη από τους αστυνομικούς, το στρίμωγμα στην κλούβα, τα καψόνια επί ώρες και η βαθιά ανακούφιση της απελευθέρωσης.
Καθώς θυμούμαι όλα τα παραπάνω σήμερα, 21 Απριλίου 2017, πενήντα χρόνια μετά την αποφράδα ημέρα της ανατροπής της δημοκρατίας και της επιβολής της επτάχρονης δικτατορίας, δεν συγκινούμαι απλώς. Γίνεται πιο έντονη μέσα μου η ανάγκη και η θέληση να στεριώσει η δημοκρατία μας, που θεμελιώθηκε στις θυσίες των ανθρώπων του λαού μας, γνωστών και αγνώστων, και προπάντων των δεύτερων, αυτών που ποτέ δεν εξαργύρωσαν τον αγώνα και την αγωνία τους για τη δημοκρατία με θέσεις και αξιώματα. Σήμερα ειδικά, πενήντα χρόνια από τότε, η δημοκρατία βρίσκεται σε μια φάση αμηχανίας, καθώς δυνάμεις που την επιβουλεύονται ένθεν κακείθεν έχουν έλθει και πάλι στο προσκήνιο. Όσοι ζήσαμε την επτάχρονη δικτατορία, ας δείξουμε και πάλι, με τη στάση και το λόγο μας, στους νέους κυρίως ανθρώπους, που είναι ευεπίφοροι σε «ριζοσπαστικές» πολιτικές προτάσεις και «αντισυστημικούς»τάχα τρόπους διακυβέρνησης, ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, με όλες τις αδυναμίες της, δεν παύει να είναι το καλύτερο και ανθρωπινότερο πολίτευμα κι ότι πρέπει να κλείσουν τα αυτιά τους στις Σειρήνες του ολοκληρωτισμού και στους πολιτικούς εκφραστές του. Όσον αφορά τους δημοκράτες πολιτικούς μας, ας αντλήσουν διδάγματα από την πρόσφατη ιστορία μας κι ας μείνουν εδραίοι στο δημοκρατικό μάθημα που έδωσαν όσοι αγωνίστηκαν κατά της επτάχρονης δικτατορίας, ότι δηλαδή η δημοκρατία δεν είναι απλώς δικαίωμα, είναι πρωτίστως καθήκον.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης