Ρήξη
Η λέξη, ως γνωστόν, σημαίνει το σπάσιμο, τη διάσπαση, τη θραύση, τη διατάραξη του κλίματος ενότητας και ομόνοιας. Ως πολιτικός όρος, στη συγκεκριμένη πολιτική στιγμή, συνδέθηκε με τη θραύση της σχέσης της χώρας μας με την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνακόλουθη έξοδο από το ευρώ. Πρόκειται για μια πολιτική επιλογή την οποία προκρίνει και υιοθετεί, εκτός από την κομμουνιστική αριστερά και τη Χ.Α., κι ένα μέρος του κυβερνώντος κόμματος. Βέβαια, ο πρωθυπουργός της χώρας, καλώς ποιών και ακολουθώντας τη λαϊκή εντολή, απέφυγε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ρήξης με την Ευρώπη και προχώρησε στη σύναψη συμφωνίας με τους εταίρους, επειδή η ρήξη θα οδηγούσε σε καταστροφικά αποτελέσματα για την πατρίδα μας, όπως τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και πολλοί και σοβαροί αναλυτές έχουν επισημάνει πολλάκις.
Κι όμως η ρήξη είναι απαραίτητη τούτη τη στιγμή, προκειμένου η Ελλάδα να βγει από την πολύχρονη και πολύμορφη κρίση. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για τη ρήξη με τους Ευρωπαίους εταίρους. Πρόκειται για τη ρήξη με όλα εκείνα τα λάθη, όλες τις παθογένειες, όλες τις αγκυλώσεις που επί πολλά χρόνια έχουν επικαθίσει στην πολιτική, την οικονομική, την κοινωνική, τη νομική και την εκπαιδευτική ζωή της χώρας και όχι μόνο την ταλανίζουν αλλά και απομυζούν όλη της την ικμάδα και δεν της επιτρέπουν να ορθοποδήσει. Δεν εννοώ με τούτο ένα συλλήβδην σπάσιμο της σχέσης με το παρελθόν, με την παράδοση και τις μορφές ζωής και σκέψης εκείνες που μπορούν να ζωογονήσουν το παρόν. Εννοώ μια ρήξη με συγκεκριμένες πολιτικές τακτικές και πρακτικές, με συγκεκριμένη πολιτική νοοτροπία, με συγκεκριμένες κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, με συγκεκριμένες οικονομικές πολιτικές, με συγκεκριμένες αντιλήψεις, με ένα σύστημα που λειτουργεί ανασταλτικά για κάθε αληθινή πρόοδο και που θέλει τη χώρα φέουδο των ισχυρών οικονομικών παραγόντων και των κομματικών μηχανισμών. Η ρήξη, επομένως, είναι κάτι που αφορά τόσο τον κρατικό θεσμό και τους άλλους κοινωνικούς θεσμούς, όσο και την κοινωνία και τον κάθε πολίτη ξεχωριστά.
Για να μιλήσουμε συγκεκριμένα:
Απαιτείται ρήξη με το λαϊκισμό που, χαϊδεύοντας τα αυτιά των κομματικών οπαδών, διαστρέφει την πολιτική συνείδηση και μετατρέπει το λαό σε υποχείριο των κομμάτων και του κράτους. Ρήξη με τον κομματισμό του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Ρήξη με όλους εκείνους που, στο όνομα «της δημοκρατίας τους» απειλούν τη δημοκρατία. Ρήξη με τη διαπλοκή και τη διαφθορά των κρατικών παραγόντων και των δημοσίων υπαλλήλων. Ρήξη με το «λάδωμα» και τις «λαμογιές»που εμφιλοχωρούν στον κρατικό μηχανισμό. Ρήξη με την κωλυσιεργία στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, με αποτέλεσμα ο πολίτης να αισθάνεται πως ζει σε μια χώρα που δεν μπορεί να βρει το δίκιο του. Ρήξη με την αναξιοκρατία που κρατεί δέσμια τη δημόσια διοίκηση και βάζει στην ίδια μοίρα τους εργατικούς και με προσόντα υπαλλήλους με τους οκνηρούς και ατάλαντους. Ρήξη με όλους εκείνους που εν ονόματι του ατομικού συμφέροντος καταπατούν την έννομη τάξη και τους ηθικούς νόμους. Ρήξη με εκπαιδευτικούς θεσμούς και νόμους που, εν ονόματι τάχα της δημοκρατίας, προωθούν τον κομματισμό στα σχολεία, με απώτερο σκοπό να δημιουργήσουν οπαδούς κομμάτων και όχι ελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες. Ρήξη με εκπαιδευτικά προγράμματα που δεν λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες του παιδιού και της χώρας, που δεν έχουν όραμα για την καλλιέργεια του νέου ούτε για τις ανάγκες της μελλοντικής ανάπτυξης της χώρας. Ρήξη με ένα κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό, όχημα και σκαλοπάτι για την αναρρίχηση σε πολιτικά αξιώματα. Ρήξη με τη νοοτροπία του ωχαδερφισμού και της αδιαφορίας για το συνάνθρωπο και το περιβάλλον. Ρήξη με την ανευθυνότητα και την ευθυνοφοβία. Ρήξη με τον αγοραίο καταναλωτισμό και τη θεοποίηση του κέρδους. Ρήξη με αντικοινωνικές και παραβατικές συμπεριφορές. Ρήξη με τους εξυπνάκηδες και τους «τζάμπα μάγκες» που λυμαίνονται τα κρατικά ταμεία. Ρήξη με το ρουσφέτι και την κάθε λογής «συναλλαγή».
Πολλές και επώδυνες, ασφαλώς, οι ρήξεις, επειδή και τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί στο σώμα του κράτους, της κοινωνίας και των κοινωνικών θεσμών είναι πολλά και δυσίατα. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Κάθε προσπάθεια επίλυσης του οικονομικού προβλήματος της χώρας που δεν θα λαμβάνει υπόψη όλες αυτές τις ρήξεις είναι, όπως πιστεύω, εξ ορισμού αποτυχημένη. Όλα όμως θα πρέπει να ξεκινήσουν από την προσωπική αλλαγή νοοτροπίας και σκέψης. Στη ρίζα κάθε συστήματος βρίσκεται ο άνθρωπος. Επομένως, αυτός θα πρέπει να αλλάξει, διότι κάθε αλλαγή που επιβάλλεται βίαια εκ των άνω, αργά ή γρήγορα θα γεννήσει την αντίδραση. Οι αλλαγές θα πρέπει να αφορούν τον εσωτερικό άνθρωπο, άρα εκεί θα πρέπει να αποβλέπει το εκπαιδευτικό σύστημα παράλληλα με την προετοιμασία των αυριανών εργαζομένων και επαγγελματιών. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη ευθύνη των κυβερνώντων και του κράτους, που, ωστόσο, συγχρόνως οφείλουν να νομοθετούν και να παρεμβαίνουν με τρόπο που να διαρρηγνύει τις σχέσεις με καθετί που γεννά και διαιωνίζει την παθογένεια στους θεσμούς και στο κοινωνικό σώμα. Αυτή είναι και η μεγάλη ευθύνη μιας σύγχρονης αριστεράς
Ο σημερινός πρωθυπουργός της χώρας, ένας νέος και άφθαρτος πολιτικός, έχει την ιστορική ευκαιρία να προχωρήσει στις μεγάλες ρήξεις που προαναφέρθηκαν, λειτουργώντας ο ίδιος και ως πρότυπο για τις νέες γενιές. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: θα συνεχίσει την πορεία προς την καταστροφή ή θα κάμει τις ρήξεις εκείνες που θα της αλαλάξουν τη ρότα; Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του έχουν χρέος απέναντι στο λαό και το έθνος να αδράξουν την ευκαιρία και να ανοίξουν νέους δρόμους για την πατρίδα μας, μακριά από ιδεοληψίες. Σε μια τέτοια προοπτική είναι σίγουρο ότι ο λαός θα τους στηρίξει. Διαφορετικά, τόσο η χώρα όσο και η δημοκρατία θα βρεθούν σε κίνδυνο, πράγμα που η ιστορία θα τους το χρεώσει.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης