Ποιήματα βγαλμένα από το συρτάρι της ψυχής (Πρώτη ανέκδοτη συλλογή)
Το συρτάρι εκείνο μέσα στο οποίο κοιμούνται εδώ και αιώνες τα μυστικά της ψυχής. Μυστικά ανείπωτα ίσως από φόβο να μην φανερωθεί η αληθινή όψη των ανθρώπων, εκείνη που ο Πλάστης έδωσε κι ενέδυσε με το ένδυμα του φωτός και ξεπροβάλει η αλήθεια αέρινη κι άφοβη. Καθένα από τούτα δω τα δημιουργήματα κρύβει την ιστορία του.
Η ψυχή μας είναι ατίθαση, δεν τη χωράει το σώμα, νιώθει σχεδόν πάντα φυλακισμένη, θέλει να σπάσει τα όρια, να γκρεμίσει τα σύνορα και να ξεχυθεί στο σύμπαν πέρα από αυτά! Τότε ζει, τότε υπάρχει, τότε δημιουργεί τότε χαίρεται, τότε βιώνει έστω και μια στάλα ζωής… Όπως περιγράφει το ποίημα.
Μια στάλα ζωής
Μια στάλα ζωής αναζητώ
σε σένα ζητώ, άγγελέ μου!
Λαμπρό μου αστέρι, φως της αυγής,
φως της ψυχής μου – ιλαρό.
Η μοναξιά μου τράβηξε το χέρι
σ’ άλλους κόσμους αναχωρώ!
Ήρεμη στης γαλήνης τ’ αγέρι
σ’ άλλους κόσμους προχωρώ.
Γλυκό μου αστέρι, της Ανάστασης φως.
Μου πήρες το χέρι, στα χείλη το πάθος
της ζωής, τ’ αληθινό!
Κρυφή μου αγάπη, του ήλιου το δάκρυ
στης ψυχής μου τα βάθη,
κύλισε καυτό!
Διάφανες ψυχές
Στο σκοτάδι της ζωής βυθίστηκα
και στο φως της ψυχής ορκίστηκα.
Μόνος το Γολγοθά μου ανέβηκα
με λίγα λόγια αγάπης, παρέα.
Φαρισαίων τα λόγια άκουσα
να χύνουν φαρμάκι στης γης το χώμα.
Και τ’ αγγέλου το άγγιγμα άντεξα
τα χείλη μου δάγκωσα
το δάκρυ άφησα, ποτάμι στη ψυχή μου μέσα!
Η οικονομική κρίση έφερε την γενικότερη κρίση αξιών, ανέδειξε τα κενά που πιθανότατα είχαν δημιουργηθεί διαχρονικά στην κοινωνία και φυσικά, την κατάθλιψη ως φυσικό επακόλουθο της απότομης κατάρρευσης του «ευ ζην»!
Μια γενιά πορεύεται χωρίς να μπορεί να ονειρευτεί για το μέλλον, μια άλλη στο άνθισμα της ωριμότητας βρίσκεται και καλείται να πάρει τη σκυτάλη για να πορευτεί σε δύσβατους δρόμους με αμφίβολο το μέλλον! Η δε γενιά των βετεράνων της γενιάς του Μεσοπολέμου, καταλήγει στην μοναξιά σαν ξερόκλαδα τα ανέμου και στην καλύτερη περίπτωση σε οίκους ευγηρίας, δίχως τη θαλπωρή και την οικογενειακή αγάπη που αποζητά η ψυχή τους.
Ανεργία
Της ανέχειας την πόρτα άνοιξα
και με θλίψη την καρδιά μου πλημμύρισα.
Θεατής ημερών, περασμένων γιορτών, περπατώ.
Περπατώ μες στους δρόμους δίχως ήχο φωνής, μελωδικό.
Πληρωμές στο άδικο δίχως αφορμές.
Να διαβώ τα όρια, ήθελα.
Την αγάπη δε θυσιάζω,
απλά αηδιάζω, στις φιγούρες πασάδων και φασουλήδων αγάδων
προσπερνώ.
Σκιές ανθρώπων, φιγούρες φαντασμάτων
υμνούν τη ζωή!
Ευχαριστώ θερμά τον π. Χαράλαμπο Παπαδόπουλο για την έμπνευση τούτη των φτωχών μου δημιουργημάτων.
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere Classiche dell’ Universita’ degli studi di Napoli “Federico II”].