Ο αργαλειός θέλει χίλια δυο…
Ο πολιτισμός γιορτάζει τούτες τις ημέρες, την περασμένη Τρίτη στις 25 του μήνα, στην βεγγέρα στην αυλή του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου στο Σίβα Μεσαράς γινόταν κάτι πρωτόγνωρο, χάρη στην πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου του Σίβα: «Θέμος Κορνάρος».
Όλες οι γυναίκες του χωριού άνοιξαν τα μπαούλα της θύμησης δίχως να διστάσουν, απλά τα άνοιξαν! Να δουν τα αριστουργήματα τέχνης που η γιαγιά, ή η προγιαγιά, ή η μάνα, η θεία ή οι ίδιες είχαν υφάνει περίτεχνα με χρώματα διαλεχτά, με το κόκκινο της χαράς, της φλόγας και του πάθους να κυριαρχεί. Επάνω στο κόκκινο χρώμα όλα τ’ άλλα έστηναν χορό, ταιριάζοντας τις αποχρώσεις και την ύφανση. Κυρίως την ύφανση!
Θεέ μου τι ομορφιά!!!! Η κ. Τρουλινάκη Όλγα (το γένος Συγκελάκη), με μεγάλη ευχαρίστηση ξεναγεί την κ. Αταλάντη στον κήπο των υφαντών, εξηγώντας από πρώτο χέρι ή σκαλίζοντας τη θύμηση και ανασύροντας μνήμες παλιές - όσο και η ιστορία μας - κι ας είναι πενήντα ή 120 χρόνων όπως αναγράφεται σε μια από τις πατανίες. Το βλέμμα πέφτει σε μια παράξενη πατανία, είναι η μοναδική η οποία έχει υφανθεί με μαύρο χρώμα, πένθιμο… μα και η ζωή μας δεν είναι και με το μαύρο χρωματισμένη; Ναι, αυτή η πατανία κουβαλάει μνήμες, απώλειες αγαπημένων προσώπων και είναι εκεί για να μας το θυμίζει!
Τα φώτα ανάβουν στην όμορφη αυλή του σχολείου και η ομιλία αρχίζει… Η κ. Αταλάντη μάς ξεναγεί στην ιστορία της υφαντικής τέχνης και της λαϊκής παράδοσης της Κρήτης μ’ ένα λόγο που μοιάζει χάδι απαλό στην ψυχή μας, που είναι τόσο πληγωμένη από τις τρέχουσες καταστάσεις. Μας γλυκαίνει και σαν σε όνειρο μάς ξεναγεί στις παλιές ημέρες, εκείνες που ήμασταν παιδιά κι ακούγαμε τον αργαλειό και τα πατήματα με τη φωνή του Κ. Μουντάκη στο παλιό ραδιόφωνο να λέει: «Αχ αυτός ο αργαλειός…».
Η ομιλήτρια έκανε αναφορά στη ρόκα, στο γνέσιμο και οι θύμησες όλων μας πήγαιναν εκεί, τότε που γινόταν οι βεγγέρες, που υπήρχαν οι γειτονιές και η κάθε γειτόνισσα αφηγούταν και αντάλλασσε απόψεις αναφορικά με το υφαντό της και το όμορφο μοναδικό ξόμπλι – δικιάς της έμπνευσης και δημιουργίας. Το ταξίδι όμορφο, ονειρικό, γλυκό, χαμογελαστό…
Παιδιά μικρά, αμούστακα αγόρια πλαισιώνουν τον Σιβιανό λυράρη, χαϊδεύοντας τις χορδές των οργάνων χαρίζοντάς μας πανδαισία ηχοχρωμάτων… Τούτη η βραδιά έχει κι άλλες εκπλήξεις, τούτη τη φορά είναι οι γεύσεις των ντόπιων με συνταγές και δημιουργίες δικές τους, της παραδοσιακής - κρητικής κουζίνας όμορφα συνταιριασμένες με συνταγές και δημιουργίες των ξένων, που μαγεμένοι από αυτόν τον όμορφο τόπο τον έκαναν δικό τους – μόνιμο καταφύγιο και ησυχαστήριο της ψυχής τους.
Η κ. Αταλάντη, που κρατά το νήμα της περιήγησης στο χρόνο της τέχνης, το αφήνει στην άκρη της θύμησης για να το ξαναπάρει στην επόμενη ευκαιρία με μια μαντινάδα:
Στον αργαλειό τση σκέψης μου φέρνω το πρόσωπό σου,
μα να ξομπλιάσω δε μπορώ την λάμψη των ματιών σου.
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere Classiche dell’ Universita’ degli studi di Napoli “Federico II”].