To 2007, ο Μπεν Αφλεκ δοκίμασε για πρώτη φορά το ταλέντο του στην κινηματογραφική σκηνοθεσία μεταφέροντας στην οθόνη το νεονουάρ μυθιστόρημα του Ντένις Λεχέιν «Gone Baby Gone».
Με στόχο η νέα χρονιά να είναι πιο δημιουργική και…μαχητική, ο δάσκαλος και εκπαιδευτής της Cretan Muay-Thai Academy κ. Θόδωρας Φουκαράκης στέλνει το δικό του μήνυμα μέσα από το Greekfighter.gr.
Ο κ. Φουκαράκης αρχικά στέλνει τις ευχές του για το 2017 ευελπιστώντας όλοι να έχουν Υγεία, να είναι δυνατοί και δημιουργικοί, αλλά και να στρέψουν ακόμη περισσότερο την προσοχή τους στο χώρο των μαχητικών αθλημάτων και των πολεμικών τεχνών.
Μέσα από το Greekfighter.gr ο κ. Φουκαράκης τονίζει πως το νέο έτος που έχει μπει αισίως θα βρει το συγκεκριμένο Σύλλογο ακόμη πιο δυνατό και έτοιμο να υποδεχτεί όλους όσους επιθυμούν να εισέλθουν στον κόσμο του Muay-Thai.
«Η Cretan Muay-Thai Academy συνεχίζει όπως έκλεισε τη χρονιά που μας περασε και ακόμη πιο δυναμικά. Για αυτό καλούμε τον κόσμο να έρθει κοντά μας και να ασχοληθεί με μια πολεμική τέχνη, μέσα από την εκπαίδευση και την πραγματική Γνώση που μπορεί να του προσφερθεί από εμάς», επισημαίνει ο κ. Φουκαράκης.
Πέρα από κάθε αμφιβολία το 2016 ήταν μια χρονιά επιτυχιών, διακρίσεων και κατακτήσεως στόχων, με τον κ. Φουκαράκη να έχει .
To 2007, ο Μπεν Αφλεκ δοκίμασε για πρώτη φορά το ταλέντο του στην κινηματογραφική σκηνοθεσία μεταφέροντας στην οθόνη το νεονουάρ μυθιστόρημα του Ντένις Λεχέιν «Gone Baby Gone». Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Ακολούθησαν το «The Town» και το οσκαρικό «Eπιχείρηση: Argo» (στα οποία ήταν και πρωταγωνιστής), που επιβεβαίωσαν την αξία του ως σκηνοθέτης. Είναι καλύτερος όταν σκηνοθετεί παρά όταν παίζει. Στον πρόσφατο «Νόμο της νύχτας» («Live by Night») (**) στήριξε το σενάριό του σε βιβλίο του Λεχέιν και στη συνέχεια φόρεσε το κοστούμι του πρωταγωνιστή για να σκηνοθετήσει τον εαυτό του σε ένα γκανγκστερικό έπος που καλύπτει τη δεκαετία της ποτοαπαγόρευσης. Ο πήχυς τοποθετήθηκε πολύ ψηλά, ο Αφλεκ όμως αυτήν τη φορά πέρασε από κάτω. Ατσαλάκωτος, σαν ήρωας τηλεοπτικού σίριαλ, και πληκτικός όσο ποτέ άλλοτε στο σκηνοθετικό του παρελθόν.
Αμέσως μετά τους τίτλους της αρχής μάς συστήνει τον ήρωά του Τζο Κάφλιν, νεαρό Ιρλανδό που έφυγε για πρώτη φορά από τη γειτονιά του στη Βοστώνη για να πολεμήσει τους Γερμανούς στο γαλλικό μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επέστρεψε παράνομος. Ο πόλεμος του άνοιξε τα μάτια για να του δείξει τη σκληρή και σκοτεινή όψη του κόσμου.
Στη Βοστώνη, στην αυγή της δεκαετίας του ’20, ο Τζο δραστηριοποιείται ανεξάρτητος στο έγκλημα. Αρνείται πεισματικά να γίνει μπράβος της ιρλανδικής μαφίας, η οποία έχει ανοίξει αιματηρό πόλεμο με τους Ιταλούς. Θα μπλέξει ύστερα από μια ληστεία, που είχε απρόβλεπτη έκβαση, και θα μπει στη φυλακή. Θα τη βγάλει «καθαρή», όμως, με μικρή κάθειρξη. Παρέλειψα να αναφέρω πως είναι γιος αδέκαστου αστυνόμου που ξέρει όλα τα άπλυτα των δικαστών.
Μετά την αποφυλάκισή του θα συνεργαστεί με την ιταλική μαφία. Θα μετακομίσει στη Φλόριντα και θα γίνει βαρώνος της παράνομης διακίνησης αλκοόλ. Λίγο μετά θα ελέγξει τη ροή του σε ολόκληρο τον αμερικανικό Νότο. Προς το τέλος της ποτοαπαγόρευσης θα σχεδιάσει νόμιμες επενδύσεις στον τζόγο. Στις κρίσιμες αποφάσεις του η γυναίκα (ως ερωμένη, που τον προδίδει, ή ως σύζυγος, που τον λατρεύει) έχει μεγάλη επιρροή πάνω του.
Ο Τζο Κάφλιν είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα ενός ήρωα του φιλμ νουάρ. Ο Αφλεκ όμως, ως σκηνοθέτης και ως πρωταγωνιστής, μάλλον κοιτάζει αλλού. Φαντάζει μαγνητισμένος από το φωτεινό πρόσωπο του σκοτεινού Γκάτσμπι του Σκοτ Φιτζέραλντ, όπως τον ενσάρκωσε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην ταινία του Τζακ Κλέιτον το 1974. Με αυτή την εντύπωση μένεις αν καταφέρεις να μείνεις σε εγρήγορση μέχρι το τέλος, παρακολουθώντας το γκανγκστερικό έπος του Αφλεκ που φλερτάρει και με το μελόδραμα.
Με τον «Εμποράκο», που δεν είδα, και για αυτό δεν έχω γνώμη, επιστρέφει στο προσκήνιο ο σπουδαίος Ιρανός σκηνοθέτης Ασγκάρ Φαραντί («Ενας χωρισμός», «Παρελθόν»). Φιλόδοξο και το δικό του σχέδιο: παραλλάσσει το κλασικό έργο του Αρθουρ Μίλερ «Ο θάνατος του εμποράκου» για να το μεταφέρει στη σύγχρονη Τεχεράνη.
Ο Εμάντ, δάσκαλος στο επάγγελμα, ανεβάζει με τον ερασιτεχνικό του θίασο το έργο του Μίλερ. Ο ίδιος παίζει τον ρόλο του Ουίλι Λόμαν και η Ράνα, η όμορφη γυναίκα του, αυτόν της Λίντας Λόμαν. Παράλληλα, το ζευγάρι μετακομίζει, γιατί η πολυκατοικία του είναι έτοιμη να καταρρεύσει.
Ο κύκλος των νέων ταινιών κλείνει με το «The Bye Bye Man» του Στέισι Τάιτλ. Πρόκειται για θρίλερ τρόμου, στο οποίο ένας δαίμονας, ο Bye Bye Man, τρυπώνει στα μυαλά των ανθρώπων και τους οδηγεί στην καταστροφή.
kathimerini.gr