Επιταχύνεται η διάβρωση των ακτογραμμών της χώρας- Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι ακτές της Κρήτης
Σίγουρα η παράκτια διάβρωση δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα. Όμως με δεδομένο ότι το ένα τρίτο της ευρωπαϊκής παράκτιας ζώνης βρίσκεται επί ελληνικού εδάφους, τα νέα στοιχεία περιγράφουν μια ακόμη πιο ζοφερή εικόνα.
Η απειλή
Η θάλασσα «ανεβαίνει» καταπίνοντας παραλίες, δρόμους, σπίτια, υποδομές. Ηδη στις επιστημονικές έρευνες των τελευταίων ετών καταγράφονται περιπτώσεις «οπισθοχώρησης» παραλιών και εκβολών ποταμών κατά 5, 10 ακόμα και 400 μέτρα, συχνά σε διάστημα μόλις λίγων δεκαετιών. Στο αρμόδιο για την προστασία του αιγιαλού υπουργείο Οικονομικών πληθαίνουν τα τελευταία χρόνια τα αιτήματα εκτέλεσης αντιδιαβρωτικών έργων, τα οποία όμως, αν δεν σχεδιαστούν σωστά, προκαλούν περισσότερα προβλήματα. Σύμφωνα με την "Καθημερινή", η εθνική πολιτική για την αντιμετώπιση της διάβρωσης των ακτών ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής παραμένει ένα θεσμικό ευχολόγιο, καθώς η ανθρώπινη δραστηριότητα στην κρίσιμη παράκτια ζώνη ενισχύεται αντί να αποτρέπεται.
Τα αποκαλυπτικά για την έκταση του φαινομένου στοιχεία παρουσιάστηκαν την Τετάρτη σε ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας με θέμα τη διάβρωση των ακτών. Οπως αναφέρθηκε, το ποσοστό των παραλιών που παρουσιάζει σήμερα φαινόμενα διάβρωσης ανέρχεται στο 28,6%. Το πρόβλημα είναι εντονότερο ανά περιοχές: για παράδειγμα, στην Κρήτη, με 1.148,3 χλμ. παραλιών, υπό διάβρωση βρίσκονται 756 χλμ., ήτοι το 65,8%. Αντίστοιχα στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, με 821,8 χλμ. παραλιών, πρόβλημα διάβρωσης αντιμετωπίζουν τα 371 χλμ., δηλαδή το 45,1%. Και στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, υπό διάβρωση βρίσκονται τα 582 χλμ. από τα 1.491 χλμ. παραλιών, δηλαδή το 39%.
Οπως ανέφερε η διευθύντρια Κλιματικής Αλλαγής και Ποιότητας Ατμόσφαιρας του ΥΠΕΝ Ρεβέκκα Μπατμάνογλου, το πιο ευάλωτο στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής κομμάτι της παράκτιας ζώνης είναι οι ακτές σε δέλτα ποταμών (6% του συνόλου), όπως είναι μεγάλο κομμάτι των ακτών του Θερμαϊκού, και οι ακτές μαλακών ιζημάτων (36% του συνόλου), όπως είναι οι ακτές του Κορινθιακού και της Βόρειας Αττικής. «Μια άνοδος της στάθμης της θάλασσας κατά 0,48 μέτρα, που δεν είναι το πιο δυσμενές σενάριο, θα προκαλέσει στο 60% των ελληνικών παραλιών “οπισθοχώρηση” του μέγιστου πλάτους τους στο 20% και σε ακόμα 15% των παραλιών “οπισθοχώρηση” στο 50% του πλάτους τους», ανέφερε.
Η «οπισθοχώρηση» των παραλιών πάντως είναι γεγονός σε πολλές περιοχές της χώρας. Οπως ανέφερε ο καθηγητής Ωκεανογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σεραφείμ Πούλος, εντονότερο είναι το πρόβλημα στις εκβολές των ποταμών: για παράδειγμα, οι ακτές στις εκβολές του Αλφειού έχουν υποχωρήσει κατά 350-400 μέτρα από το 1945 και του Εβρου από 40 έως 130 μέτρα από το 1960. Σημαντικό είναι και το πρόβλημα σε ορισμένες ακτές: για παράδειγμα, η παραλία Γυράπετρα στη Λευκάδα έχει «οπισθοχωρήσει» κατά 10-30 μέτρα από το 1960, ο Μόλος της Πάρου κατά 20 μέτρα από το 1945 ενώ η παραλία Επισκοπής Ρεθύμνου κατά 30 μέτρα από το 1992.
Η αύξηση των παράκτιων περιοχών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα διάβρωσης έχει ως αποτέλεσμα να πληθαίνουν και τα αιτήματα προς το υπουργείο Οικονομικών για την εκτέλεση αντιδιαβρωτικών έργων. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα που μετέφερε η Αθηνά Μαρμαρά, συνεργάτιδα της γενικής γραμματέως Δημόσιας Περιουσίας Πέτης Πέρκα. «Μας αναφέρεται πλήθος προβλημάτων, για παράδειγμα, στο παραλιακό οδικό δίκτυο, είτε λόγω της διάβρωσης είτε λόγω αστοχιών σε παρακείμενα λιμενικά έργα. Οι τοπικοί φορείς υποβάλλουν αιτήματα για αντιδιαβρωτικά έργα, αλλά συχνά οι μελέτες δεν είναι ούτε επαρκείς ούτε βασισμένες σε επίκαιρα στοιχεία. Επίσης είναι σύνηθες να προτείνουν «σκληρά» αντιδιαβρωτικά έργα, που όμως έχουν επιπτώσεις και όχι ήπιες παρεμβάσεις. Δεχόμαστε και πληθώρα αιτημάτων από ιδιώτες των οποίων η περιουσία επηρεάζεται. Αν δεν αδειοδοτηθούν, συχνά εκτελούν έργα αυθαίρετα και κατά το δοκούν, λ.χ. φτιάχνουν τοιχία, με αποτέλεσμα να επιταχύνουν ή να μετακινούν στους γείτονές τους το πρόβλημα. Εκτιμώ ότι θα πρέπει να ληφθούν γενναίες αποφάσεις».
Οι γενναίες αποφάσεις, πάντως, αργούν. Η εθνική στρατηγική για την κλιματική αλλαγή περιλαμβάνει ειδική πολιτική για τις παράκτιες ζώνες, ωστόσο τα περιφερειακά σχέδια προσαρμογής και ο μηχανισμός παρακολούθησης δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί. Περαιτέρω, η πολιτεία προχωρά τα τελευταία χρόνια... ως να μη συμβαίνει τίποτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη (ν.4179/13) μείωση της ελάχιστης απόστασης των κτιρίων από τον αιγιαλό σε μεγάλες τουριστικές επενδύσεις στα 50 μέτρα από τα 100 μέτρα που είναι ο γενικός κανόνας...
Στο «κόκκινο» το 65% της Κρήτης
Η ακτογραμμή της Κρήτης σε ποσοστό 65,8% αντιμετωπίζει πλέον σοβαρό πρόβλημα διάβρωσης. Μάλιστα, σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν οι άστοχες επεμβάσεις που γίνονται κατά καιρούς και οι οποίες επιτείνουν αντί να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η έρευνα αφορά τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην παράκτια ζώνη του νησιού και πραγματοποιήθηκε από επιστημονικές ομάδες του Εργαστηρίου Παράκτιας Ερευνας του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ) με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ.
Τα στοιχεία για την έκταση του φαινομένου στο νησί είναι αποκαλυπτικά. Για παράδειγμα η παραλία της Σητείας, με μέσο πλάτος 10 μέτρα, έχει ήδη χάσει το 47,6% της έκτασής της. Σημαντικές είναι οι απώλειες και σε άλλες γνωστές παραλίες: στην Ιεράπετρα το 23,8%, στις Γούβες το 20,4%, στο Βάι και στην Αγία Ρούμελη το 17,8%, στην Αμμουδάρα το 11,9%, στη Γεωργιούπολη και στο Ελαφονήσι το 10,2%.
Γιατί είναι τόσο έντονο το πρόβλημα στην Κρήτη; «Στο νησί μας η διάβρωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε ανθρωπογενείς παράγοντες, σε άστοχες παρεμβάσεις που οδηγούν στην απώλεια των παραλιών», αναφέρει στην «Καθημερινή» ο διευθυντής Ερευνών στο Εργαστήριο Παράκτιας Ερευνας Νίκος Καμπάνης.
«Ενα “κλασικό” παράδειγμα είναι η κατασκευή ενός τοιχίου που εμποδίζει την αναρρίχηση του κύματος στην ακτή. Ως αποτέλεσμα, η ενέργεια του κύματος εκτονώνεται επιστρέφοντας, παρασύροντας στη θάλασσα την άμμο. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζουν οι παρεμβάσεις στα ποτάμια και τα ρέματα (όπως το μπάζωμά τους), αλλά και στα αρδευτικά φράγματα που συγκρατούν τα φερτά υλικά, εμποδίζοντας τη φυσική αναπλήρωση των ακτών».
Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και η κλιματική αλλαγή. «Η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας και η εντατικοποίηση των καιρικών φαινομένων επιτείνουν το φαινόμενο. Οι ακτές της Κρήτης είναι επίσης ευαίσθητες γεωλογικά: έχουν μικρές κλίσεις και μικρόκοκκη άμμο που παρασύρεται εύκολα», λέει ο κ. Καμπάνης.
Η έρευνα του ΙΤΕ (πρόγραμμα ΑΚΤΑΙΑ) έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αφορά ένα νησί σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από τον τουρισμό. Στο πλαίσιο της έρευνας επελέγησαν 93 παραλιακές περιοχές στις οποίες έγιναν ειδικότερες μετρήσεις, ενώ καταγράφηκαν και όλες οι παρεμβάσεις στον αιγιαλό.
«Το κύριο μέρος της τουριστικής υποδομής βρίσκεται στην παράκτια ζώνη. Επομένως δεν είναι εύκολο να μιλήσουμε για στρατηγικές λύσεις, ούτε να πάρουμε... μια μπουλντόζα και να κατεδαφίσουμε τα πάντα», λέει ο κ. Καμπάνης. «Στο σημείο που βρισκόμαστε, τα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπίζονται μόνο κατά περίπτωση».
Ρυθμός οπισθοχώρησης παραλιών
Οι αριθμοί καταδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος από τη διάβρωση των ελληνικών ακτών. Στην Γυράπετρα Λευκάδας, την περίοδο 1960 - 2006, καταγράφηκε οπισθοχώρηση των παραλιών κατά 10 - 30 μέτρα (22-65 εκατοστά τον χρόνο). Αντιστοίχως, στις εκβολές του Αλφειού, η οπισθοχώρηση φτάνει τα 350 - 400 μέτρα (το διάστημα 1945 - 2003), στην Επισκοπή Ρεθύμνου τα 30 μέτρα (την περίοδο 1992 - 2007), στις Εκβολές του Έβρου 40 - 130 μέτρα (1960-2000), στον Μόλο Πάρου τα 20 μέτρα (1945 - 2010) και στην Πλάκα Λασιθίου τα 4,3 - 10,3 μέτρα (1945 -2014).
Σύμφωνα με τα σενάρια που παρουσίασε την περασμένη Τετάρτη (στην ημερίδα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας για τη διάβρωση των ακτών) ο διευθυντής του Εργαστηρίου Φυσικής Γεωγραφίας και καθηγητής Ωκεανογραφίας και Φυσικής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Σεραφείμ Πούλος, η οπισθοχώρηση της παραλιακής ακτογραμμής λόγω ανύψωσης της θαλάσσιας στάθμης (εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής) μπορεί να είναι σε ένα συντηρητικό σενάριο για το 2100 τα 0,4 μέτρα και να φτάσει σε ένα δυσμενές σενάριο τα 0,8 μέτρα.
Όπως επεσήμανε ο κ. Πούλος, τα μέτρα για την αντιμετώπιση της διάβρωσης αφορούν είτε «σκληρές» ακτομηχανικές λύσεις, όπως βραχίονες, κυματοθραύστες, παράκτιους τοίχους κ.ά. είτε πιο «ήπιες» λύσεις όπως είναι ο εμπλουτισμός των παραλιών, η αλλαγή της παράκτιας κλίσης (υποθαλάσσιας) ή η σταθεροποίηση των αμμοθινών.
Χωρίς χάραξη αιγιαλού η Ελλάδα
Την ίδια ώρα που η παράκτια χώρα διαβρώνεται, η ελληνική πολιτεία, εν έτει 2017, δεν έχει ακόμη χαραγμένο αιγιαλό, παρά μόνο για αποσπασματικά τμήματα, τα οποία προσεγγίζουν το 20% του συνόλου. Κι αυτό 77 χρόνια από την πρώτη φορά που η ελληνική πολιτεία αποφάσισε να καθορίσει και να προστατεύσει τον αιγιαλό με τον αναγκαστικό νόμο 2344/40 και 16 χρόνια έπειτα από τις νεώτερες ρυθμίσεις του 2001. Μετά από πολλές παρατάσεις, για διάφορους λόγους (συχνά ανεξήγητους), το έργο αναμένεται ότι θα είναι έτοιμο στα μέσα του 2018 (άλλωστε αποτελεί και μνημονιακή υποχρέωση).
Ως τότε πρέπει η προκαταρκτική γραμμή που έχουν ετοιμάσει, ήδη από το 2008, οι υπηρεσίες της ΕΚΧΑ (Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση) να διορθωθεί στα σημεία όπου διαπιστώνονται προβλήματα ώστε να γίνει οριστική. Διαφορετικά, όπως σημειώνει το "Βήμα", ο νόμος ορίζει ότι η προκαταρκτική γίνεται αυτόματα και οριστική, με ορατό τον κίνδυνο να εμφανιστούν προβλήματα αντίστοιχα με όσα ανέδειξε η ανάρτηση των δασικών χαρτών, όπου επιδοτούμενες αγροτικές εκτάσεις εμφανίστηκαν ως δασικές.
Τα δεδομένα για τις ελληνικές παραλίες
- Περίπου το 97% της ελληνικής ακτογραμμής (περί τα 16.000 χλμ.) περιλαμβάνει περισσότερες από 7.384 παραλίες με συνολικό εμβαδόν 52 km2 (τετραγωνικά χιλιόμετρα)
- Περίπου 3.950 παραλίες βρίσκονται στον νησιωτικό χώρο.
- Τα πλάτη των παραλιών είναι μικρά: περίπου το 67% έχουν πλάτος μικρότερο από 25 μέτρα και το 24% έχουν πλάτος 25 με 50 μέτρα.
- Η τουριστική ανάπτυξη συγκεντρώνεται κυρίως στο 22% των παραλιών
- Τα μεγαλύτερα ποσοστά αναπτυγμένων τουριστικά παραλιών, ανά περιοχή βρίσκονται στην Κρήτη (34%), στην Πελοπόννηστο (26%), στο Ιόνιο (23%) και στο Αιγαίο (20%).
- Από τις αναπτυγμένες τουριστικά παραλίες, στο 50% υπάρχουν υποδομές και στο 55% εξ αυτών παράκτια έργα προστασίας από τη διάβρωση.
ΤΟ ΒΗΜΑ