«Το αποκώλι» και ο Τσαουσέσκου
Γράφει ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Τούτη η μεταφορική φράση στάθηκε η αφορμή για το κείμενο που ακολουθεί. Πρώτα-πρώτα ας προσεγγίσουμε λεξιλογικά τη λ. «αποκώλι», η οποία είναι βεβαιότατα γνωστή σε μας τους Κρητικούς, καθώς σχετίζεται με τους χοχλιούς. Το «αποκώλι», όπως ξέρουμε οι Κρητικοί, είναι το τελευταίο κομμάτι του σώματος του χοχλιού, το οποίο μάλιστα δεν τρώγεται, επειδή έχει πικρή γεύση. Φιλολογικά η λέξη είναι σύνθετη από την πρόθεση «από»και τη γνωστή λέξη που σημαίνει τα οπίσθια του ανθρώπου. Η πρόθεση «από», συντεθειμένη με άλλη λέξη, σημαίνει βέβαια την απομάκρυνση ή απαλλαγή (π.χ. άποικος, απόσταση, απολύτρωση, αποδέσμευση), δίνει όμως και τη σημασία της ολοκλήρωσης, του τελειώματος (π. χ. αποκοιμίζω, αποτελειώνω, αποκάνω, αποβαρβαρώνω, αποβλακώνω) και ανάλογα ουσιαστικά (με αρνητική κυρίως σημασία), όπως λ.χ. απόβρασμα, απόπλυμα, απόνερα, αποβαρβάρωση, αποβλάκωση, αποπλάνηση, απολειφάδι κ.ά. Στην κρητική διάλεκτο η σημασία αυτή του οριστικού τέλους είναι εμφανής σε σύνθετα με την πρόθεση «από»ρήματα, όπως π.χ. : επόφαγα, επόκαμα, επόσκαψα, εποδιάβασα, εποκατάστεσα κ.ά. Το «αποκώλι», λοιπόν, δεν είναι απλώς το τελευταίο (το πιο μακρινό) τμήμα του σώματος του χοχλιού, αλλά και το πιο άχρηστο, αυτό που είναι για πέταμα.
Ύστερα από αυτή τη λεξιλογική προσέγγιση, ερχόμαστε σ’ αυτό που ήθελε να πει ο καλός φίλος. Αν οι κυβερνήσαντες και κυβερνώντες την Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης είναι το «αποκώλι»της Μεταπολίτευσης, τότε είναι όχι μόνο το τέλος της αλλά και ό, τι πιο αχαμνό, πιο άχρηστο και πιο πικρό έχει δώσει ο τόπος από το 1974 κ. ε. Είναι όντως έτσι; Δεν νομίζω ότι χρειάζεται πολλή σκέψη, για να το καταλάβει κανείς. Αρκεί να σκεφτεί την πορεία της χώρας από το 1974 κι έπειτα. Θεμελιώθηκε ένα σταθερό κοινοβουλευτικό πολίτευμα και μια από τις πιο φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η Ελλάδα προόδεψε, μπήκε στην Ε.Ε., δισεκατομμύρια εισέρευσαν στα ταμεία της, έγιναν έργα, υπήρχαν δουλειές. Ο «χοχλιός»της Ελλάδας απόκτησε πολύ «ξύγκι», που άνοιξε την όρεξη στους διάφορους «ποντικούς» (όπως είναι γνωστό, οι ποντικοί αγαπούν το κρέας των χοχλιών) όλων των κομματικών αποχρώσεων. Ωστόσο, το περισσότερο «ξύγκι» το έτρωγαν οι ποντικοί που βρίσκονταν στην εξουσία. Έτσι, οι πολιτικοί άρχοντες της χώρας (πλην εξαιρέσεων) υιοθέτησαν τον λαϊκισμό ως πολιτική τακτική, προκειμένου να αναρριχηθούν στην εξουσία, πράγμα που σήμανε την αρχή του τέλους του «ξυγκιού».
Μαζί με το χοχλιό (την Ελλάδα) όμως αδυνάτιζε και το πολιτικό σύστημα: πολιτικοί χωρίς σοβαρό πρόγραμμα, χωρίς φαντασία, χωρίς όραμα εμφανίστηκαν στο πολιτικό προσκήνιο και ανέλαβαν τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας, την ώρα που η Ελλάδα χρειαζόταν σοβαρότητα, υπευθυνότητα, δυναμισμό, αξιοπιστία. Όλοι νόμιζαν ότι μπορούσαν να δώσουν λύσεις, χωρίς κανείς να έχει κατανοήσει σωστά την έκταση και το βάθος του προβλήματος, χωρίς να έχει εκτιμήσει ρεαλιστικά τις δυσκολίες. Στην πορεία αυτή των τελευταίων οκτώ κρίσιμων χρόνων, όταν η Ελλάδα είχε εισέλθει στον κυκλώνα της κρίσης, ουδείς είχε λογαριάσει π.χ. τη σχέση της ελληνικής κρίσης με όσα συνέβαιναν την ίδια ώρα διεθνώς. Στο εσωτερικό τα δυο μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, είχαν αρχίσει να φυλλοροούν. Ο κόσμος δεν τα εμπιστευόταν. Ήθελε κάτι νέο, κάτι καινούργιο, που πίστευε ότι θα μπορέσει να δώσει λύσεις και να βγάλει από την κρίση τη χώρα. Κι έδωσε την εξουσία στην Αριστερά, ως την τελευταία του ελπίδα. Αυτό εξάλλου ήταν κι ένα από τα κύρια προεκλογικά συνθήματα του κόμματος που κυβερνά.
Τι συνέβη όμως, το γνωρίζουμε όλοι. Αντί της ελπίδας, η νέα απελπισία. Αντί της αισιοδοξίας, η κατάθλιψη. Αντί της ανάκαμψης της οικονομίας, η στασιμότητα. Αντί των θέσεων εργασίας, η ανεργία. Αντί της υλοποίησης των υποσχέσεων, η λήθη τους. Αποδείχτηκαν και οι της Αριστεράς μέρος του παλαιοκομματικού συστήματος, χωρίς δυνατότητες, χωρίς δυναμισμό. Έτσι, κατάντησαν το τελευταίο κομμάτι του χοχλιού, το «αποκώλι», δηλαδή το τέλος της πολιτικής της Μεταπολίτευσης. Ένα «αποκώλι»μάλιστα, που σύμφωνα με τη δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη, όζει (βρομάει) Τσαουσέσκου και γι’ αυτό είναι όχι απλώς πικρό αλλά επικίνδυνο (όποιος δεν γνωρίζει ή δεν θυμάται ποιος ήταν ο Τσαουσέσκου, ας το ψάξει στο διαδίκτυο). Σύμφωνα με τον μεγάλο μας συνθέτη, «όλα δείχνουν ότι το φάντασμα του Τσαουσέσκου υπερίπταται της χώρας μας». Πρόκειται για μια άκρως σοβαρή (σκληρή θα την έλεγα) δήλωση, επειδή προέρχεται από έναν άνθρωπο ο οποίος: α) υπήρξε συνεπής αριστερός δημοκράτης, β) είναι σκεπτόμενος άνθρωπος, γ) είναι παγκοσμίου φήμης συνθέτης, ο άνθρωπος που ύψωσε σε χρόνια δύσκολα το δημοκρατικό φρόνημα των Ελλήνων με τα τραγούδια και την πολιτική του παρουσία και δ) είχε στηρίξει στην αρχή την κυβέρνηση της Αριστεράς.
Για το λόγο αυτό ας προσέξουμε κι εμείς ως πολίτες και να μη φάμε το επικίνδυνο «αποκώλι». Χρειάζεται εκ μέρους μας αυτογνωσία, αυτοκριτική και δημοκρατική εγρήγορση. Ας προσέξουν όμως και οι κυβερνώντες, ώστε να μη μείνουν στη μνήμη του λαού σαν το «αποκώλι» της Μεταπολίτευσης. Έχουν τον καιρό να πράξουν αυτό που χρειάζεται η χώρα: να προχωρήσουν σε μια μεγάλη συνεννόηση, ώστε το σύνολο των δυνάμεων του πολιτικού φάσματος (όσες αδυναμίες κι αν έχει) να δράσει συντονισμένα για την οικονομική, κοινωνική και πνευματική ανάκαμψη της Ελλάδας.