Tα πολλά «ΟΧΙ» και τα καθόλου «ΝΑΙ»
Ήταν μια απάντηση που εξέφραζε τη σταθερή θέληση του λαού όχι μόνο να μείνει η χώρα ελεύθερη από εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και να αποκατασταθεί η δημοκρατία, την οποία είχε καταλύσει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Κι όταν η Ελλάδα δέχτηκε την απρόκλητη επίθεση από τη φασιστική τότε Ιταλία του Μουσολίνι, οι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, στρατευμένοι και μη, στάθηκαν ενωμένοι σαν μια γροθιά απέναντι σε έναν παντοδύναμο εχθρό και με την ενότητα τους τον έτρεψαν σε άτακτη φυγή. Έτσι το «Όχι»μετατράπηκε σε ένα μεγάλο «Ναι» στην ελευθερία, στη δημοκρατία, στην αξιοπρέπεια και ο αγώνας των Ελλήνων έμεινε στην ιστορία ως αγώνας για τα μεγάλα ιδανικά, εκείνα που κάνουν τον άνθρωπο άξιο του ονόματός του και τη ζωή αξιοβίωτη.
Αλλά οι ιστορικές επέτειοι δεν αποβλέπουν απλώς στην ανάμνηση ενός ιστορικού γεγονότος. Έχουν νόημα βαθύτερο και ευρύτερο, νόημα που υπερβαίνει τα όρια του χρόνου και του χώρου και εξακτινώνεται στο διηνεκές. Το νόημα αυτό μπορεί να νοηματοδοτήσει το ιστορικό παρόν ενός λαού, ενός έθνους. Εξάλλου, τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα έχουν τη δύναμη να μένουν στη μνήμη και να λειτουργούν σαν οδοδείκτες, είτε αποτρέποντας από κάποιες πράξεις ή προτρέποντας σε άλλες. Όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «Ἡ τῶν ἱστοριῶν μνήμη πρὸς τοὺς δύο σκοποὺς μεριζομένη, ζηλωτὴν μὲν ποιεῖ τὴν ἀρετὴν τῶν εὐδοκίμων προσώπων, φευκτὴν δὲ (…) τὴν πονηρίαν.». Δηλαδή: «η μνήμη της ιστορίας, καθώς χωρίζεται σε δυο σκοπούς, κάνει επιθυμητή την αρετή των επιτυχημένων προσώπων, ανεπιθύμητη όμως την κακία». Έτσι, το «Όχι» του 1940 μπορεί να έχει και για μας νόημα σήμερα, αρκεί αυτό το «Όχι»να μην είναι απλώς μια άρνηση, αλλά να μετατρέπεται σε «Ναι», δηλαδή η άρνηση να μην είναι για τον εαυτό της, αλλά να μεταβάλλεται σε θέση, όπως έγινε και το 1940, καθώς προείπαμε.
Τι γίνεται, ωστόσο, στην Ελλάδα του σήμερα; Θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να υποστηρίξει κάποιος πως η Ελλάδα σήμερα είναι η χώρα με τα πολλά «Όχι»και τα ελάχιστα ή καθόλου «Ναι». Μπορεί, βέβαια, οι Κυβερνήσεις, με πρώτη και καλύτερη την τωρινή, να έχουν πει και να λένε πολλά «Ναι»στους «θεσμούς», όταν έπρεπε να λένε «Ναι»στις μεταρρυθμίσεις και «Όχι» στη φορολογία, αλλά στον κοινωνικό χώρο το «Όχι»βρίσκεται παντού. Είμαστε η χώρα της άρνησης και όχι της θέσης, όχι βέβαια για να μετατρέψουμε την άρνηση σε θέση, αλλά απλώς για να αρνούμαστε και να απορρίπτουμε. Ας δούμε κάποια από τα «Όχι»γύρω μας: «Όχι» στις επενδύσεις, «Όχι» στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, «Όχι» στην καλή λειτουργία των πανεπιστημίων, «Όχι» στους πανεπιστημιακούς δασκάλους (αν δεν είναι σύμφωνοι με τα «πιστεύω»μας), «Όχι» στην παρουσία της αστυνομίας, «Όχι» στην εφαρμογή του νόμου για το κάπνισμα, «Όχι» στην τήρηση του Κώδικα Οδικής κυκλοφορίας, «Όχι»στην πάταξη της φοροδιαφυγής, «Όχι» στο κυνήγι των πλούσιων κακοπληρωτών, «Όχι»στην πάταξη της αυθαίρετης δόμησης, «Όχι»στο κράτος, «Όχι», «Όχι», «Όχι»…Αυτό το «Όχι»δεν φαίνεται από πουθενά ότι θα μετατραπεί σε «Ναι»: είναι «Όχι»για τον εαυτό του.
Ωστόσο, κανείς άνθρωπος και καμιά κοινωνία δεν προοδεύει, αν δεν δει τη ζωή θετικά, δημιουργικά. Στη ζωή θα έλθει η στιγμή του μεγάλου «Όχι», δίπλα όμως στο οποίο θα πρέπει να μπει ένα πιο μεγάλο και τρανταχτό «Ναι». Αν ο ελληνικός λαός έλεγε το «Όχι»στον Μουσολίνι και στους φασίστες του, δίχως το «Ναι»στην ομόθυμη προσπάθεια για υπεράσπιση των δικαίων και της ελευθερίας του, το «Όχι» του 1940 θα έμενε μετέωρο. Πρέπει δε να πούμε ότι το «Όχι»δεν συνεπάγεται πάντοτε το «Ναι». Διότι το «Όχι» είναι εύκολο, πιο εύκολο από το «Ναι», η άρνηση είναι ευκολότερη από τη θέση, υπό την έννοια ότι το «Ναι»απαιτεί τη δημιουργία και η δημιουργία απαιτεί κόπο και μόχθο. Ο Αριστοτέλης λέγει ότι το καλό γίνεται με ένα τρόπο, ενώ το κακό με άπειρους. Ως εκ τούτου, το «Ναι»στη δημιουργία λέγεται δύσκολα, ενώ το «Όχι»που δεν απαιτεί καμιά θυσία και κανένα κόπο και λέγεται μόνο για την ικανοποίηση της «μαγκιάς»ή του εγωισμού μας, είναι πολύ ευκολότερο.
Μια παράμετρο αυτού του ζητήματος είναι το γεγονός ότι τα «Όχι» στη χώρα μας λέγονται από μικρές αλλά δυναμικές ομάδες, οι οποίες έχουν αναλάβει ένα μεσσιανικό και σωτηριολογικό, ούτως ειπείν, ρόλο, πιστεύοντας ότι με την άρνηση και την καταστροφή θα διορθώσουν την κοινωνία. Η εκκίνηση, όμως, από το γεγονός ότι όλα στην κοινωνία βαίνουν κακώς δεν είναι και ο καλύτερος σύμβουλος. Και γίνεται ακόμη χειρότερος, όταν οι μειοψηφίες πιστεύουν ότι με την άρνηση, τη βία και την καταστροφή θα λύσουν τα προβλήματα. Όμως, τα προβλήματα στις δημοκρατίες δεν λύνονται με αυτόν τον τρόπο. Απλώς μεταβάλλουν τις κοινωνίες σε αρένες, όπου μαίνεται ένας πόλεμος πάντων κατά πάντων.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να λέμε «Όχι», πρέπει κάθε φορά να σκεφτόμαστε τι βάζουμε στη θέση της άρνησης, σε τι λέμε «Ναι», ώστε να γεμίσουμε το κενό που αφήνει η άρνησή μας. Σύμφωνα και με το νόμο της διαλεκτικής, αν οι κοινωνίες δεν προχωρήσουν από την αντίθεση στη σύνθεση, δηλαδή στη νέα κοινωνική πραγματικότητα, τότε παραμένουν στάσιμες. Η ελληνική κοινωνία δεν φαίνεται να το έχει συνειδητοποιήσει επαρκώς, αλλιώς θα έκανε την ειρηνική της επανάσταση, μια επανάσταση που θα ξεκινούσε από την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης και από μια θετική θεώρηση της ζωής. Αυτό σημαίνει μια νέα αντίληψη για τα πράγματα, μια αντίληψη που στη βάση της θα έχει τις μεγάλες αξίες της ζωής. Χωρίς τις αξίες αυτές που δίδουν νόημα στη ζωή, όλα θα φαίνονται ανόητα, άρα όλα θα είναι απορριπτέα. Η ζωή η προσωπική και η κοινωνική θα παραδέρνει και θα κλυδωνίζεται στην τρικυμία του αρνητισμού, μένοντας κολλημένη στη μιζέρια, αδυνατώντας να βγάλει τις παρωπίδες και να δει ευρύτερα την πραγματικότητα.
Ως άτομα και ως κοινωνία θα πρέπει, όταν έλθει η στιγμή να πούμε, σύμφωνα με τον Κ. Καβάφη, το μεγάλο «Ναι» ή το μεγάλο «Όχι», να σκεφτούμε πως μόνο του το καθένα είναι η μια πλευρά της αλήθειας και ότι κάθε «Όχι» ακολουθείται, ως δυνατότητα, από ένα «Ναι» και κάθε «Ναι» από ένα «Όχι». Όλα, τελικά, εξαρτώνται από την επιλογή μας. Εδώ κρύβεται η ευθύνη μας και αποδεικνύεται ο αξιακός μας κόσμος.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης