Στη χώρα του...περίπου
Γράφει ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Ζούμε σε μια κατάσταση μόνιμης αμφιταλάντευσης μεταξύ του «μέσα»και του «έξω», του «πάνω»και του «κάτω», του νόμιμου και του παράνομου, του δημοκρατικού και του φασιστικού, του «έχω»και «δεν έχω», του «είμαι»και «δεν είμαι». Με λίγα λόγια, όποιος παρακολουθεί τα πράγματα της Ελλάδας από μια εξωτερική οπτική γωνία είναι σίγουρο ότι «χάνει το μπούσουλα». Αυτή την επισήμανση την έχει κάνει ήδη, με τον άφταστο ποιητικό του τρόπο, ο Οδυσσέας Ελύτης στην ποιητική του συλλογή
«Ο Ήλιος ο ηλιάτορας». Αντιγράφω:
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
Ωσάν κι αυτή που μού ‘λαχε δεν είδα.
Ρίχνει να πιάσει ψάρια, πιάνει φτερωτά
Στήνει στη γη καράβι, κήπο στα νερά.(…)
Μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι, πιάνει ωκεανούς
Ξεσηκωμούς γυρεύει, θέλει τύραννους.
Πέντε μεγάλους βγάνει, πάνω τους βαρεί
Να λείψουν απ’ τη μέση, τους δοξολογεί.
Αυτή η μέση κατάσταση, ένα είδος μόνιμου Καθαρτηρίου, όπου συνυπάρχει η Κόλαση με τον Παράδεισο, αλλά δεν είναι ούτε Κόλαση ούτε Παράδεισος, δίνει στη χώρα μια εικόνα αλλοπρόσαλλη, έτσι που να νομίζεις καμιά φορά ότι ζεις σε ένα απέραντο φρενοκομείο (για να θυμηθούμε και μια παλιά δήλωση του Κ. Καραμανλή του πρεσβυτέρου). Και για να μη μιλώ στον αέρα, θα προσκομίσω μερικά παραδείγματα. Έχουμε Κ.Ο.Κ.. Όμως, πόσοι τον σεβόμαστε; Σταθείτε μια μέρα σε ένα κεντρικό δρόμο και μετρήστε τις παραβάσεις των οδηγών, για να διαπιστώσετε την πραγματικότητα. Έχουμε, επομένως, τον Κ.Ο.Κ., για να τον σεβόμαστε «κατά το δοκούν», δηλαδή όποτε δεν μας βλέπει ο τροχονόμος. Λέμε ότι έχουμε δωρεάν παιδεία. Όμως, πόσο δωρεάν είναι, όταν απαιτείται το μεγαλύτερο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού για τις σπουδές των παιδιών; Λέμε ότι έχουμε δημόσιο σύστημα Υγείας. Όμως, πόσο δημόσια είναι η παροχή των υπηρεσιών υγείας, όταν ο πολίτης είναι αναγκασμένος να πληρώνει μεγάλα ποσά, προκειμένου να έχει την αναγκαία περίθαλψη από τα δημόσια νοσοκομεία; Λέμε ότι είμαστε δημοκρατικοί. Όμως, όταν πλήττεται το ατομικό μας συμφέρον, ονειρευόμαστε δικτατορίες. Λέμε ότι αγαπούμε τον τόπο μας και όμως τον καταστρέφουμε καθημερινά. Έχουμε νόμους και μιλάμε για την ανάγκη σεβασμού τους. Όμως, μόλις μας δοθεί η ευκαιρία είμαστε έτοιμοι να τους καταστρατηγήσουμε, θεωρώντας ότι οι νόμοι είναι για τους άλλους και όχι για μας. Έχουμε συνδικαλισμό. Όμως, λειτουργεί σαν εφαλτήριο για την αναρρίχηση των συνδικαλιστών σε κομματικούς και πολιτικούς θώκους. Έχουμε Βουλή. Όμως, μεγάλη μερίδα των βουλευτών είναι απούσα από τις συνεδριάσεις της.
Το συμπέρασμα από αυτά τα ενδεικτικά παραδείγματα είναι ότι ζούμε σε μια χώρα όπου όλα υπάρχουν, για να υπολειτουργούν, όλα υπάρχουν, για να μη τα σεβόμαστε (φωτεινές εξαιρέσεις ευτυχώς υπάρχουν πάντοτε). Και το φαινόμενο δεν είναι τωρινό, δεν έχει να κάνει δηλαδή με την οικονομική λεγομένη κρίση.
Το φαινόμενο έχει μια διαχρονικότητα. Απλώς, έγινε έντονο με την κρίση, όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια που κρύβαμε «κάτω από το χαλί». Οι Έλληνες είμαστε περίπου νομοταγείς, περίπου δημοκρατικοί, περίπου επαναστάτες, περίπου οικολόγοι κλπ. Όλα υπάρχουν, όχι για να τα σεβόμαστε, αλλά για να δείχνουμε τη «μαγκιά»μας, περιφρονώντας τα μόλις μας δοθεί η ευκαιρία. Κάποιοι θα πούνε ότι αυτή είναι η «φύση» του Έλληνα. Δεν πιστεύω ότι όλα αυτά είναι «φυσικά» (δηλαδή βιολογικά) χαρακτηριστικά. Είναι θέματα μιας νοοτροπίας, η οποία αποκτήθηκε στα μετά τη μεταπολίτευση χρόνια, όταν η ασύδοτη ελευθερία και ο λαϊκισμός τοποθετήθηκαν υπεράνω του δημοκρατικού νόμου. Επομένως, η αλλαγή των συμπεριφορών μας είναι θέμα ανατροφής, παιδείας και θέλησης.
Βρισκόμαστε σε ένα δύσκολο σημείο ως κράτος, ως χώρα, ως λαός. Πρέπει να λάβουμε δύσκολες αποφάσεις, συλλογικά και ατομικά. Και οι αποφάσεις αυτές πρέπει να είναι τέτοιες, που θα μας βγάλουν από το φαύλο κύκλο και την περιδίνηση του «περίπου». Διότι το «περίπου»είναι ένας παραλογισμός, είναι μια κατάσταση που μας κρατεί στάσιμους ή μας εμποδίζει να κάνουμε το μεγάλο βήμα για την έξοδο από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Οι δημοκρατικοί θεσμοί και οι νόμοι υπάρχουν για να λειτουργούν και όχι για να είναι κενό γράμμα.
Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε ζούμε σε μια κοινωνία-ζούγκλα, στην οποία ισχύει το του Τόμας Χομπς, ότι δηλαδή «ο ένας άνθρωπος είναι για τον άλλο λύκος». Οι κοινωνίες που θέλουν να ευημερήσουν, οφείλουν να έχουν ξεκάθαρους στόχους, να έχουν θεσμούς λειτουργικούς και όλοι, πολίτες και πολιτικοί, να σέβονται το Σύνταγμα και τους νόμους.
Η νοοτροπία του «περίπου»δεν βγάζει πουθενά. Απλώς εξυπηρετεί μια πολιτική του «φαίνεσθαι» και των κενών λόγων και δίνει ευκαιρίες στους «τσάμπα μάγκες». Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (3, 16) υπάρχει μια εικόνα, όπου ο Θεός απευθύνεται προς το χριστιανικό πληθυσμό της Λαοδικείας με τα εξής λόγια: «Ξέρω καλά τα έργα σου. Ούτε κρύος είσαι ούτε ζεστός. Επειδή, λοιπόν, ούτε ζεστός είσαι ούτε κρύος αλλά χλιαρός, θα σε ξεράσω από το στόμα μου». Κι εμείς, ως άνθρωποι του «περίπου», ανήκουμε στην κατηγορία των χλιαρών. Ας το προσέξουμε, προτού μας πετάξει στο περιθώριο η ιστορία.