Ψηλά το λάδι στη Ρωσία, παρα την πτώση στην εξαγωγή του από την Κρήτη γενικά!
Η αρνητική αυτή εικόνα των ρωσικών εισαγωγών ελαιολάδου, ωστόσο, φαίνεται ότι βαίνει προς διόρθωση κατά το α΄ εξάμηνο 2016, όπου σημειώθηκε αύξηση της τάξης του 53,3% σε όρους αξίας και 42,6% σε όρους ποσότητας σε σχέση με το α΄ εξάμηνο 2015.
Συμφωνα με τον Αγροτυπο οσον αφορά στους προμηθευτές της Ρωσίας παρθένου ελαιολάδου, κατά την τελευταία τριετία την πρώτη θέση καταλαμβάνει η Ισπανία με μερίδιο σταθερά άνω του 50%, και ακολουθεί στη 2η θέση η Ιταλία με μερίδιο που κινείται γύρω στο 30% και στην 3η θέση η Ελλάδα με μερίδιο που κυμαίνεται από 10-15%. Οι πρώτες πέντε θέσεις συμπληρώνονται με την Πορτογαλία και την Τυνησία (το 2013 την 5η θέση κατέλαβε η Τουρκία, αφήνοντας την Πορτογαλία εκτός πεντάδας), οι οποίες, ωστόσο, καταλαμβάνουν εξαιρετικά χαμηλά μερίδια επί των συνολικών εισαγωγών.
Η εικόνα αυτή συνεχίστηκε και το α΄ εξάμηνο του 2016. Ωστόσο το σημαντικό στοιχείο που προκύπτει μελετώντας τα στοιχεία του εξαμήνου είναι η θεαματική αύξηση, σχεδόν διπλασιασμός (ποσοστό +91%), των ρωσικών εισαγωγών ελληνικού παρθένου ελαιολάδου, από 1,6 εκατ. δολ. ΗΠΑ που ήταν το α΄ εξάμηνο 2015 σε 3,1 εκατ. δολ. ΗΠΑ το α΄ εξάμηνο 2016.
Στα χαμηλά...γενικα
Υπενθυμίζεται ότι συμφωνα με τα επισημα στοιχεία υπαρχει γενικα αναστροφή της πορείας των Κρητικών εξαγωγών στο κλείσιμο του εξαμήνου, όπως είχε προβλέψει και ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Κρήτης κ Αλκιβιάδης Καλαμπόκης.
Ο κ. Καλαμπόκης είχε δηλώσει «το 2016, αν και ξεκίνησε πολύ δυναμικά, αναμένεται να παρουσιάσει έντονες διακυμάνσεις, οι οποίες θα συνεχιστούν σε όλη τη διάρκεια του έτους και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα μείωσης των Κρητικών εξαγωγών».
Σύμφωνα λοιπόν με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το α’ 6μηνο του 2016 και μετά από επεξεργασία του ΣΕΚ, οι εξαγωγές της Κρήτης παρουσίασαν μείωση, η οποία άγγιξε σχεδόν το 13% (12,88%), φτάνοντας τα 257 εκ. ευρώ, έναντι των 295 εκ. ευρώ το περυσινό αντίστοιχο διάστημα.
Ο κλάδος των Τροφίμων και Ποτών, ο οποίος αποτελεί το 64% του συνόλου των Κρητικών εξαγωγών με 164 εκ. ευρώ, παρουσιάζει μείωση ίση με 22,3%. Ο κλάδος των Χημικών και Πλαστικών έρχεται δεύτερος, με μερίδιο περίπου 22,5% επί του συνόλου των εξαγωγών της Κρήτης και αύξηση της τάξεως του 7,9%. Το υπόλοιπο ποσοστό του συνόλου των Κρητικών εξαγωγών καταλαμβάνουν οι λοιποί κλάδοι, όπως η Κλωστοϋφαντουργία & Ένδυση, οι Μηχανές & Συσκευές, τα Δομικά Υλικά, η Λαϊκή Τέχνη κ.α. Σημειώνεται ότι εκτός από τον κλάδο των προϊόντων του Αγροδιατροφικού τομέα, οι υπόλοιπες κατηγορίες εμφάνισαν αύξηση.
Στον αγροδιατροφικό τομέα, το ελαιόλαδο, το οποίο αποτελεί το 67% των εξαγωγών του συγκεκριμένου κλάδου και το 42,7% στο σύνολο των εξαγωγών της Κρήτης, παρουσίασε μείωση ίση με 34%, φτάνοντας τα 110 εκ. ευρώ έναντι των 166,5 εκ. ευρώ κατά το α’ 6μηνο του 2015.
Κύριος λόγος της μείωσης
Το αρνητικό πρόσημο στις εξαγωγές της Κρήτης κατά το εξεταζόμενο διάστημα οφείλεται κυρίως στο μονοθεματικό προσανατολισμό τους και στο γεγονός ότι το μείγμα των εξαγώγιμων προϊόντων δεν εμφανίζει σημαντικές διαφοροποιήσεις. Μια πολλή καλή ή πολλή κακή ελαιοκομική περίοδος οδηγεί σε έντονες αυξομειώσεις στο σύνολο των Κρητικών εξαγωγών.
Η μειωμένη παραγωγή κατά την τελευταία ελαιοκομική περίοδο οδήγησε κατά το α’ 6μηνο του 2016 σε μείωση των εξαγωγών ελαιολάδου προς την Ιταλία, η οποία άγγιξε σχεδόν το 50%, και επηρέασε την ολική εικόνα των εξαγωγών του αγροδιατροφικού τομέα αλλά και του συνόλου των Κρητικών εξαγωγών. Ο εμπλουτισμός του μείγματος των εξαγώγιμων προϊόντων της Κρήτης είναι επιτακτικός και πρέπει να προβληματίσει όλους τους εμπλεκόμενους του παραγωγικού ιστού της Περιφέρειας.
Από πλευράς πολιτείας, απαιτούνται άμεσα ενέργειες και μέτρα για τη διευκόλυνση των εξαγωγέων, την οριστική άρση των capital controls, αλλά κυρίως την επίλυση των συσσωρευμένων προβλημάτων που βάζουν εμπόδια στην ανάπτυξη του τόπου μας.
Όπως χαρακτηριστικά ειχε δηλωσει ο Πρόεδρος του ΣΕΚ, κος Καλαμπόκης, «παρά τις προσπάθειες των Κρητών εξαγωγέων, οι οποίες και οδήγησαν σε σημαντικές εξαγωγικές επιδόσεις το τελευταίο διάστημα και την κατάκτηση δυναμικών αγορών, δυστυχώς το πολύ δύσκολο επιχειρηματικό περιβάλλον, η οικονομική ασφυξία και η έλλειψη εθνικής στρατηγικής για τις εξαγωγές εμποδίζουν την ανάκαμψη της τοπικής, αλλά και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας».