Πολιτική ρητορεία VS σκληρή δουλειά
* γράφει ο κ.. Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης, φιλόλογος
Και το ερώτημα που εγείρεται είναι: -Όλο αυτό το διάστημα της «σκληρής διαπραγμάτευσης» η Κυβέρνηση μένει μόνο στο επίπεδο της πολιτικής ρητορείας, χωρίς στην πράξη να έχει συντάξει ένα πραγματικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα; Διότι, όταν ακούγονται αυτά τα λόγια από τον υπουργό της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης στον πλανήτη, και μάλιστα από τη στιγμή που ο αμερικανικός παράγοντας έχει επανειλημμένως υποστηρίξει τη χώρα μας, είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι τέτοιες προτάσεις είναι υποβολιμαίες.
Ουδείς υποστηρίζει ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική Κυβέρνηση είναι μικρό και απλό. Αντίθετα και πολύπλοκο και τεράστιο είναι. Αλλά, όπως πολλοί επισημαίνουν, η Κυβέρνηση έκαμε το σφάλμα ότι δεν κατάφερε να βρει την κατάλληλη γλώσσα επικοινωνίας με τους εταίρους. «Για να διαπραγματευθεί κάποιος με κάποιον πρέπει τουλάχιστον να μιλάνε την ίδια γλώσσα. Και εδώ δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Όπως έλεγε τις προάλλες πανεπιστημιακός οι εταίροι μιλάνε με… excel και οι έλληνες με world! Υπό την έννοια ότι στους αριθμούς και τα νούμερα απαντούμε με πολιτικές θεωρήσεις περί αλληλεγγύης, λαϊκής εντολής και διαφωτισμού» (Ε. Ευαγγελοδήμου, Οι άγονες διαπραγματεύσεις, οι φόβοι και το κρυφό σενάριο, www.kerdos.gr). Έτσι, η Κυβέρνηση στη θέση μιας τεχνοκρατικής προσέγγισης του προβλήματος έβαλε την πολιτική· μιλούσε δηλαδή με πολιτικούς όρους, ενώ οι εταίροι με οικονομικούς, πράγμα που σχεδόν έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο τα πράγματα.
Όπως έχει γράψει ο Ε.Π. Παπανούτσος, «προϋπόθεση του διαλόγου είναι η κοινή γλώσσα· χωρίς αυτήν, το κάθε πρόσωπο μονολογεί- ακούει, αλλά δεν καταλαβαίνει το άλλο. Δεν φτάνει όμως να μιλούμε και οι δύο αγγλικά ή ελληνικά, για να συνεννοηθούμε απάνω σε ένα θέμα που απαιτεί σοβαρήν αντιμετώπιση. Πρέπει μέσα στη γλώσσα που μιλούμε να έχομε παραδεχτεί και να μεταχειριζόμαστε σταθερά την ίδια «συμβολική», να δίνομε δηλαδή στις λέξεις- έννοιες το ίδιο περιεχόμενο και να τις συντάσσομε γραμματικά- λογικά σύμφωνα με τους ίδιους απαράβατους νόμους. Διαφορετικά δεν καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο και ματαιοπονούμε, εάν επιμένομε με τη συζήτηση να ανακαλύψομε πού συμφωνούμε και πού διαφωνούμε.» (Η αξία του διαλόγου).
Είναι, λοιπόν, σαφές πως το αδιέξοδο οφείλεται εν πολλοίς και στο γεγονός ότι δεν συνομιλήσαμε εξαρχής στο ίδιο μήκος κύματος και άρα δεν κατανοήσαμε πως η μεταφορά του προβλήματος στο πολιτικό πεδίο μπορεί να είναι συμφέρουσα για μας, επειδή υπήρχε πρόσφορο έδαφος μιας ρητορικής προσέγγισής του, δεν είναι όμως το ίδιο συμφέρουσα και για την άλλη πλευρά, η οποία επιζητούσε και επιζητεί την αριθμητική και τεχνοκρατική προσέγγιση. Δεν υποστηρίζω σε καμιά περίπτωση πως οι εταίροι έχουν το δίκιο με το μέρος τους (εξάλλου, σε τέτοιες περιπτώσεις το ποιος έχει δίκιο-δυστυχώς- δεν μετράει). Υποστηρίζω πως με την επιλογή μας ανοίξαμε θέματα σε λάθος στιγμή. Διότι, αφ’ ης στιγμής τον πρώτο λόγο τον έχει η πολιτική και το πρόβλημα πολιτικοποιήθηκε, η δυνατότητα να φτάσουμε σε συμφωνία υπονομεύτηκε, επειδή ο υιοθετηθείς συγκρουσιακός τρόπος, κυρίως με τη Γερμανία, έφερε στην επιφάνεια ιστορικά ζητήματα, με αποτέλεσμα να προκύψουν εθνικιστικού τύπου αιτιάσεις κι από τις δυο πλευρές.
Πιστεύω πως αυτή η συνειδητή επιλογή της Κυβέρνησης προέκυψε από δυο λόγους: α)από το γεγονός ότι η νυν κυβερνώσα Αριστερά, ως Αριστερά που δεν έλκει την καταγωγή της «εκ των κάτω», αλλά είναι η Αριστερά της διανόησης, έχει «θητεύσει» στη θεωρία και στην πολιτική ρητορική και, ως εκ τούτου, το πολιτικό πεδίο ήταν γι’ αυτήν προνομιακό πεδίο για τη διαπραγμάτευση· β)η εμμονή ότι οι εταίροι τελικά, κάτω από την πίεση του φόβου μήπως δημιουργηθεί ανεπανόρθωτο ρήγμα στην Ευρωζώνη, θα υποχωρούσαν μπροστά στα πολιτικά επιχειρήματα της ελληνικής Κυβέρνησης.
Βρισκόμαστε, επομένως, μπροστά σε μια σύγκρουση της πολιτικής με την οικονομία, της ρητορικής με τους αριθμούς. Τι έπρεπε να γίνει; Να αφήσουμε τους τεχνοκράτες να αποφασίζουν, απουσιάζοντος του πολιτικού παράγοντα, από τη στιγμή μάλιστα που οι αποφάσεις τελικά είναι πολιτικές; Ασφαλώς μια σκληρή και μονότροπη τεχνοκρατική προσέγγιση ενός τόσο μεγάλου και πολύπλοκου προβλήματος, όπως η ελληνική κρίση, δεν είναι επ’ ουδενί δυνατόν να αφήσει εκτός του πολιτικό παράγοντα. Ας μη ξεχνάμε, ωστόσο, ότι η πολιτική στο δυτικό (και όχι μόνο) κόσμο είναι στενά δεμένη με την οικονομία, είτε το θέλουμε είτε όχι. Αυτή είναι η κατάσταση. Από την άλλη, κανείς πολιτικός δεν λαμβάνει αποφάσεις, δίχως να λάβει υπόψη του τα συμπεράσματα και τις προτάσεις των τεχνοκρατών. Αυτό σαφώς και το ήξερε η ελληνική πλευρά, δεν το έλαβε και δεν το λαμβάνει, όμως, σοβαρά υπόψη, ακριβώς από την υπερβολική πίστη στην πολιτική της ρητορική, της οποία είναι δέσμια (Θα πρέπει να σημειωθεί πως για τους αρχαίους Έλληνες οι λέξεις «πολιτική» και «ρητορική» σχεδόν συνέπιπταν σημασιολογικά).
Η πολιτική είναι πολύ μεγάλη υπόθεση, όταν μαζί με το όραμα διαθέτει και λογισμό και ρεαλισμό κι όταν δεν ξεκινά από ιδεολογικές αγκυλώσεις. Επίσης, η ρητορική έχει αξία, όταν δεν γίνεται όχημα «εις εξουσίας επίβασιν». Οι κυβερνώντες και νουν έχουν και τη στήριξη του λαού διαθέτουν, για να πράξουν σύμφωνα με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του. Κι ας λάβουν και τούτο υπόψη τους: ο ελληνικός λαός τους επέλεξε ως την ύστατη ελπίδα του. Άρα, είναι καταδικασμένοι να πετύχουν!