Oι Γραικύλοι και τα δροσερά ελληνόπουλα
Μπορεί οι επιστήμονες να σκέπτονται και να μιλούν ορθολογικά, «θεοποιώντας»τον ορθό λόγο, μπορεί οι πολιτικοί να κινούνται από τον ρεαλισμό στην ουτοπία με μια γλώσσα άλλοτε συγκινησιακή κι άλλοτε «λογική», μπορεί οι ιερωμένοι να προτάσσουν την ηθική, με την ανάλογη «προστακτική» χρήση της γλώσσας, κανείς, όμως, δεν φτάνει τόσο κοντά στη λεκτική «σήμανση» της αλήθειας όσο ο ποιητής. Κι όταν η «σήμανση»αυτή είναι όντως επιτυχής, η δραστικότητά της είναι τόσο δυνατή, ώστε φτάνουν λίγες λέξεις, για να γίνει μια επανάσταση στις ψυχές. Ακόμη πιο μεγάλη και αληθινή είναι η επανάσταση, όταν η «σήμανση»αναφέρεται στην αλήθεια της ζέουσας πραγματικότητας, όταν δηλαδή μια ποιητική φράση φτάνει, για να αποκαλύψει με τη δύναμη και την ομορφιά της την αλήθεια ενός γεγονότος ή φαινομένου.
Έκαμα αυτή την εισαγωγή εξαιτίας μιας ποιητικής φράσης που συνάντησα στην ποίηση του Νίκου Καρούζου (1926-1990), την οποία βρήκα εξαιρετικά σημαντική για την εσαεί ελληνική πραγματικότητα. Το ποίημά του με τον τίτλο «Αρνησίκακος» (Τα Ποιήματα, τόμος Β΄εκδ. Ικαρος, σ. 201), όπου ο ποιητής παρουσιάζεται ως αναζητητής, μέχρι το θάνατό του, ενός κόσμου δίχως «Βαρύτητα», δίχως δηλαδή όλα εκείνα τα «βαρίδια» που κρατούν δεμένους τους ανθρώπους σε ένα κόσμο αδικίας και ασχήμιας, καταλήγει ως εξής:
[Θα πεθάνω]δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα
τούτ’ η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους.
Προτού συνδέσω το ποιητικό κείμενο με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα (αν και η σχέση είναι προφανής), θα προβώ σε ένα μικρό σχολιασμό του. Ο ποιητής (που φαίνεται να μιλεί εξ ονόματος ενός «εμείς») αρνείται να κλάψει με δάκρυα που «μας επιβάλλει η Ελλάδα», διότι τα δάκρυα είναι μέρος της «βαρύτητας», από την οποία ζητά να απαλλαγεί. Η τραγικότητα του ποιητή είναι σαφής: έχει πλήρη επίγνωση της δεινής ελληνικής πραγματικότητας, γνωρίζει ότι η κατάσταση της Ελλάδας «επιβάλλει» τα δάκρυα, αλλά δεν δακρύζει, όχι από απονιά ή αδιαφορία, αλλά γιατί αυτή η παθητική στάση θα τον αποτρέψει από την αναζήτηση του «ήλιου» («θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο» λέγει στην αρχή του ποιήματος). Η Ελλάδα, για τον ποιητή, είναι η χώρα που τρώει σαν τον Κρόνο τα καλύτερα παιδιά της. Στο νου μου έρχεται το του Γ. Σεφέρη: «Όπου κι αν ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει». Είναι, λοιπόν, κοινή διαπίστωση των δυο ποιητών (εξάλλου ο Καρούζος ανήκεις τους επιγόνους του Σεφέρη) σχετικά με την Ελλάδα που πληγώνει τα παιδιά της. Και ποια είναι η Ελλάδα; Προφανώς, όχι ο τόπος. Αν για τον Σεφέρη η αιτία που πληγώνεται «εστιάζεται στα αισθήματα αλλοτρίωσης, απραξίας και στασιμότητας, που αποδίδουν τη σχέση των ανθρώπων με τον τόπο, το παρελθόν, τους γύρω τους αλλά και τον εαυτό τους», στον Καρούζο η αιτία βρίσκεται αλλού: βρίσκεται στην αντιστροφή και καταστροφή κάθε αξίας, αφού επιτρέπει την επικράτηση των γραικύλων και τον παιδεμό των «δροσερών Ελληνόπουλων». Λέει ο ποιητής πως η Ελλάδα «ανεμίζει»τους γραικύλους και «παιδεύει»τα Ελληνόπουλα. Κατακεραυνώνει έτσι, πρώτα-πρώτα, όλους εκείνους που έχουν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας: τους πολιτικούς ηγέτες, τους οικονομικούς παράγοντες, τους πνευματικούς ταγούς. Οι ασκούντες την εξουσία, αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις είναι εκείνοι που, ως γραικύλοι, επιτρέπουν να γίνεται το «έγκλημα»της επικράτησης του γραικυλισμού. Μέμφεται όμως και το λαό, που επιτρέπει σε γραικύλους πολιτικούς να έχουν στα χέρια τους την διακυβέρνηση Ελλάδας. Άρα την Ελλάδα την καταστρέφουν οι άνθρωποί της, κατά βάση η «νομενκλατούρα» που, ανεξάρτητα από προσόντα, ήθος και ικανότητες, νέμεται την εξουσία.
Αυτοί οι άνθρωποι της εξουσίας και οι περί αυτούς είναι οι γραικύλοι. Είναι «εκείνοι που, από την εποχή της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας ακόμη, έχοντας σπουδάσει στην Δύση και ενστερνιζόμενοι το δυτικό πνεύμα, επέστρεψαν στην πατρίδα μας με μοναδικό σκοπό να ανατρέψουν πίστη, φιλοπατρία, παραδόσεις, ήθη και έθιμα και να επιβάλουν στη θέση τους όλα όσα επικρατούσαν στις χώρες της Δύσης» («Η προέλευση, οι έννοιες και η σημασία του όρου Γραικύλος», άρθρο του Ευθύμιου Χατζηϊωάννου στο διαδίκτυο), είναι δηλαδή οι ανάξιοι της παραδόσεώς τους, οι ξεπεσμένοι και παρηκμασμένοι Έλληνες (Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας). Γραικύλος είναι ο Έλληνας για τον οποίο ο Παπαδιαμάντης έγραψε ότι «ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας». Είναι αυτός που πουλάει στους « ομοεθνείς του ιδέες, οράματα, φρούδες ελπίδες και ιδανικά κάλπικα, με αντάλλαγμα την εξουσία, την αναγνώριση και την καταξίωση!» (Ευθύμιου Χατζηϊωάννου, ό.π.). Αυτοί είναι που, αν και χωρίς αισθήματα αληθινού πατριωτισμού, «ανεμίζουν» στον αέρα της πατρίδας. Κοντολογίς, τους έχουμε κάμει «σημαία» της χώρας μας, είναι το «σήμα κατατεθέν» της Ελλάδας. Τους βλέπουμε παντού: στην κυβέρνηση, στη Βουλή, στη δημόσια διοίκηση, στην εκπαίδευση, στο συνδικαλισμό, στο ποδόσφαιρο, ακόμη και στην Εκκλησία.
Γραικύλοι και γραικυλισμός, λοιπόν, έχουν γίνει η «σημαία» της Ελλάδας, ενώ για τα «δροσερά Ελληνόπουλα» έχουν μείνει μόνο ο παιδεμός, οι δοκιμασίες, οι δυσκολίες, οι κλειστές πόρτες, το σκυμμένο κεφάλι, η φυγή, η αυτοεξορία και η υποταγή στις επιταγές του γραικυλισμού ή, από την άλλη, τα θανατόφιλα και καταστροφικά αισθήματα. Οι γραικύλοι ρουφούν όλη την ικμάδα της χώρας κι αφήνουν παντού ξεραΐλα κι αποκαΐδια. Πού να βρει νερό για να ζήσει το «δροσερό Ελληνόπουλο»; Ο ποιητής εύστοχα χρησιμοποιεί τη λ. «δροσερός», για να σημάνει όχι μόνο τη νεότητα, αλλά και την ομορφιά, τη δύναμη της ζωής και την ανάγκη για στήριξη που έχουν οι νέοι. Ο γραικύλος, όμως, αδιαφορεί για όλα αυτά. Τον ενδιαφέρει η προβολή και αυτοπροβολή, η εξουσία, η διατήρηση των προνομίων που έχει καταλάβει με οποιοδήποτε μέσο, το οικονομικό και άλλο ατομικό συμφέρον. Έτσι, η ομορφιά, η δύναμη της ζωής, το σφρίγος, οι νέες ιδέες, η καινοτομία και καθετί το θετικό και ρηξικέλευθο περιθωριοποιούνται και οι νέοι είτε μαραζώνουν οικονομικά και ηθικά είτε αναζητούν την τύχη τους στην αλλοδαπή είτε (το χειρότερο) γίνονται όργανο στα χέρια των γραικύλων της εξουσίας, που τους χρησιμοποιούν για τους δικούς τους σκοπούς.
Ας κοιτάξουμε γύρω μας. Ο γραικυλισμός ξεχειλίζει από παντού. Εκεί μας έχει οδηγήσει η άφρων πολιτική, η ξενομανία, η έλλειψη παιδείας, η απεμπόληση των πατρίων και η μετάλλαξη της παράδοσης σε φτηνό φολκλόρ. Το έδαφος της ψυχής μας ως λαού έγινε πολύ φτενό, για να μπορέσουν να φυτρώσουν και να ανθίσουν τα «δροσερά Ελληνόπουλα». Κι αυτά, αναζητώντας τη λύτρωση από τους γραικύλους που περιμένουν να τους ρουφήξουν την ικμάδα, αναζητούν την τύχη τους μακριά από την Ελλάδα που τα πληγώνει. Κι αν κάποιος είναι «προδότης» (γιατί έτσι χαρακτήρισε τα « δροσερά Ελληνόπουλα» ένας πολιτικός του Κοινοβουλίου), αυτός δεν είναι οι νέοι που φεύγουν. Αν θέλουν οι «αμέτρητοι γραικύλοι» να δουν τον προδότη, ας κοιτάξουν στον καθρέπτη κι ας κάμουν- επιτέλους- την αυτοκριτική τους, αφήνοντας κατά μέρος τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» με τα οποία ταΐζουν για χρόνια τον ελληνικό λαό.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης