Ο Ερντογάν και η Ιστορία
Όλα τα βαλκανικά κράτη είναι γνωστό ότι προήλθαν από τη διαμελισθείσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία είχε καταλάβει τη θέση της υπερχιλιετούς Αυτοκρατορίας των Ελλήνων Ρωμιών, της γνωστής ως Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είναι, επίσης, γνωστό ότι κατά τον 19ο αιώνα επικράτησε η λεγόμενη «αρχή των εθνοτήτων», δηλαδή η πολιτική αρχή σύμφωνα με την οποία πληθυσμοί που ανήκουν στο ίδιο έθνος έχουν το δικαίωμα να ιδρύσουν ενιαίο κράτος και πληθυσμοί διαφορετικού έθνους, από εκείνο που αποτελεί τη μεγάλη μάζα των κατοίκων ενός κράτους, έχουν το δικαίωμα να αποσχιστούν. Βάσει της αρχής αυτής, οι λαοί των Βαλκανίων επαναστάτησαν εναντίον των Οθωμανών Τούρκων, ενός διαφορετικού έθνους, με διαφορετική ιστορία, διαφορετική γλώσσα και διαφορετική θρησκεία από αυτήν των βαλκανικών λαών, με αίτημα την εθνική τους ανεξαρτησία, τη δημιουργία, δηλαδή, ανεξάρτητου εθνικού κράτους (Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων κλπ).
Ωστόσο, οι επαναστάσεις δεν έφεραν για όλους τους Βαλκάνιους το επιθυμητό αποτέλεσμα, αφού οι Τούρκοι δεν είχαν εγκαταλείψει όλα τα εδάφη στη βαλκανική χερσόνησο, κάτι που συνέβη με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και τη Συνθήκη του Λονδίνου. Όμως, δεν πρόλαβαν να ησυχάσουν τα πράγματα, και ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που οδήγησε στο θρίαμβο της Συνθήκης των Σεβρών, τη Μικρασιατική εκστρατεία, το δράμα για τον Ελληνισμό της Μικρασιατικής καταστροφής και τη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με την οποία καθορίστηκαν τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας κι έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών (εγκατέλειψαν την Τουρκία πάνω από 1.500.00 Έλληνες, Τούρκοι υπήκοοι, και την Ελλάδα περί τις 670.00 μουσουλμάνοι, Έλληνες υπήκοοι. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (7.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη και της δόθηκαν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος,
Τι έγινε, όμως, στη συνέχεια; Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης αλλά και της Ίμβρου και Τενέδου υπέστησαν σκληρές διώξεις, καθώς ξέσπασαν εναντίον τους από τη μεριά των Τούρκων βίαια επεισόδια με την ανοχή ή και την εντολή του ίδιου του τουρκικού κράτους, με αποτέλεσμα οι Έλληνες χριστιανοί που είχαν μείνει στην Τουρκία σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης, να αναγκαστούν σε φυγή και εγκατάλειψη των εστιών τους και είτε να έλθουν στην Ελλάδα είτε να εγκατασταθούν σε χώρες του εξωτερικού. Αντίθετα, οι μουσουλμάνοι της Θράκης αυξήθηκαν και συνεχίζουν να αυξάνονται. Κι ενώ πουθενά η Συνθήκη δεν τους αποκαλεί Τούρκους, εκείνοι σήμερα, τόσο με υπαιτιότητα του ελληνικού κράτους που δεν φρόντισε όσο θα έπρεπε να τους ενσωματώσει στην ελληνική κοινωνία, όσο και με τη διείσδυση της τουρκικής πολιτικής σε μια μουσουλμανική κοινωνία που αναζητούσε εθνική ταυτότητα (αφού ποτέ ίσως δεν ένιωσαν Έλληνες), φαίνεται να έχουν στραφεί προς την Τουρκία και να νιώθουν περισσότερο Τούρκοι παρά Έλληνες. Τέτοιες μουσουλμανικές μειονότητες υπάρχουν και σε άλλα κράτη της Βαλκανικής (Βουλγαρία, Αλβανία, Σκόπια, Βοσνία).
Και έτσι βλέπουμε ξαφνικά σήμερα έναν ισχυρό Τούρκο ηγέτη, όπως είναι ο κ. Ερντογάν, να διεκδικεί και μάλιστα με επιτυχία όπως δείχνουν τα πράγματα, αν όχι πάντοτε την εθνικότητα, τουλάχιστον την προστασία όλων των μουσουλμάνων των Βαλκανίων. Ο Τούρκος Πρόεδρος παρουσιάζεται ως ο ισχυρός πολιτικός άνδρας, που, ξεκινώντας από τη νέο-οθωμανική του ιδεολογία και θεωρώντας πως η χώρα του είναι μια μεγάλη δύναμη, νομίζει πως μπορεί να αλλάξει την ιστορία κατά το δοκούν, μη υπολογίζοντας τις διεθνείς συνθήκες. Είναι γνωστό ότι κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη χώρα μας είπε πως η ελληνική πολιτική και πολιτειακή ηγεσία «έχουν κοινό μέτωπο και κοινή εμμονή» με τη μη τροποποίηση της Συνθήκης της Λωζάνης.
Ο κ. Ερντογάν είναι βέβαιο πως γνωρίζει καλά την ιστορία και ότι μόνο με αλλαγή ή παραχάραξή της μπορεί να επιτύχει τους σκοπούς του, εκτός κι αν κάποια από τις βαλκανικές χώρες γοητευθεί από το παιγνίδι της δύναμης και το «άστρο» του Τούρκου Προέδρου και του δώσει «γην και ύδωρ». Το πιο σοβαρό, όμως, από όλα είναι ότι για τον Ερντογάν στα Βαλκάνια, όπου οι εθνικιστικές πληγές δεν έχουν κλείσει τελείως, η ιστορία είναι ανοιχτή για το πολιτικό του παιγνίδι. Κι έτσι η ιστορία, ενώ είναι παρελθόν, αναδεικνύεται σε ρυθμιστή του παρόντος. Αυτό ας το γνωρίζουν και όσοι από τους Έλληνες, ιστορικούς ή μη, βλέπουν τα πράγματα με μια ανόητη, διαφωτιστικού τύπου, αισιοδοξία και θεωρούν πως έφτασε η ώρα να απαλύνουμε και να «στρογγυλέψουμε» την ιστορία μας, χάριν μιας κατευναστικού ή ανθρωπιστικού τύπου προσέγγισης με την Τουρκία, αγνοώντας ηθελημένα τον Θουκυδίδη, ο οποίος με ιστορικό ρεαλισμό περιγράφει την συμπεριφορά μιας μεγάλης στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης, όπως ήταν η Αθήνα, η οποία δεν διέπεται από καμιά λογική και καμιά ηθική,.
Για μας τους Έλληνες η ιστορία είναι το μεγάλο μας προνόμιο αλλά και η μεγάλη μας ευθύνη. Ως λαός ανήκουμε κυριολεκτικά στο χρόνο, δηλαδή στην ιστορία. Αυτό δεν πρέπει να μας γεμίζει μόνο με ένα αίσθημα θαυμασμού για τα κλέη των προγόνων μας και για τη μακροβιότητα του λαού μας, αλλά και να μας οδηγήσει σε σκέψεις για τη σημασία που έχει η ιστορία μας για το μέλλον μας ως λαού, έθνους και κράτους. Γι’ αυτό η ιστορία δεν πρέπει να «στρογγυλοποιείται» για κανένα λόγο, ούτε όμως και να γίνεται όχημα εθνικιστικών επιδιώξεων, επειδή και στη μια και στην άλλη περίπτωση η ιστορία διαστρέφεται. Η ιστορία είναι το μέλλον που γίνεται διαρκώς παρελθόν, γι’ αυτό και στην ιστορία το παρελθόν συναιρείται με το μέλλον, για να νοηματοδοτήσει το παρόν. Ο Ερντογάν προσεγγίζει την ιστορία εθνικιστικά. Έλληνες πολιτικοί, όπως η κ. Ρεπούση, την προσέγγισαν «στρογγυλεύοντάς» την. Ο Ερντογάν γνωρίζει την ιστορία και θέλει να παίξει ένα ρόλο ενεργητικό πάνω της, αλλάζοντάς την χάριν της χώρας του. Οι δικοί μας «ιδεολόγοι» και «ανθρωπιστές» και την ιστορία διαστρέφουν και τίποτε δεν επιτυγχάνουν υπέρ της χώρας τους. Το καλύτερο που έχουν όλοι τους (και ο Ερντογάν και οι Έλληνες «ανθρωπιστές») να κάμουν είναι να αφήσουν ήσυχη την ιστορία, δηλαδή να τη μελετούν νηφάλια. Τα γεγονότα είναι γεγονότα και οι συνθήκες είναι συνθήκες. Κανείς ας μη παίζει με τη φωτιά της ιστορίας. Κάποια στιγμή είναι βέβαιο πως θα καεί, γιατί η ιστορική αλήθεια δεν συγχωρεί.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης