Μαδουρισμός
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια ο κόσμος τη γνώρισε περισσότερο, λόγω της πολιτικής του προέδρου Τσάβες, μιας πολιτικής που αποσκοπούσε στην αδέσμευτη διαμόρφωση των επιλογών της χώρας, δίχως εξωτερικές παρεμβάσεις, πολιτικής που έδινε, επίσης, έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη, με ταυτόχρονο περιορισμό, όμως, των πολιτικών ελευθεριών. Μετά το θάνατο του Τσάβες, την προεδρία της χώρας ανέλαβε ο Νικολάς Μαδούρο, επί των ημερών του οποίου, όπως καθημερινά πληροφορούμαστε από τα ΜΜΕ, ο λαός της Βενεζουέλας κυριολεκτικά πένεται και δεινοπαθεί. Μάλιστα, εδώ και καιρό οι λαϊκές διαδηλώσεις κατά της πολιτικής του Μαδούρο είναι καθημερινές, εκφράζοντας την τεράστια αγανάκτηση του λαού, ο οποίος ζητεί μετ’ επιτάσεως την παραίτησή του. Ωστόσο, εκείνος ούτε συγκινείται μπροστά στις δεκάδες των νεκρών από τις σφαίρες των πραιτωριανών του ούτε και παραιτείται, αλλά σκαρφίζεται διαρκώς τρόπους παράκαμψης και καταπάτησης του Συντάγματος, για να παραμείνει στην εξουσία. Φαίνεται ότι, κατ’ ουσίαν, το καθεστώς Μαδούρο είναι καθεστώς καταπίεσης και φτωχοποίησης του λαού, εν ονόματι της παραμονής στην εξουσία.
Αυτού του καθεστώτος οπαδοί, όπως ομολογούν, είναι κάποιοι από το κυβερνητικό στρατόπεδο, οραματιζόμενοι φαίνεται μια «μαδουροποίηση»της χώρας μας, όπως τουλάχιστον άφησε ξεκάθαρα να εννοηθεί μια σκληρή ανάρτηση του μεγάλου μας συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη στην προσωπική του ιστοσελίδα. Ερανίζομαι κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το συγκεκριμένο άρθρο: «Ο Μαδουρισμός είναι η καινούρια έμπρακτη τακτική για την διαιώνιση της κυβερνητικής εξουσίας με «νόμιμα» μέσα. Η προσπάθεια αυτή επιχειρείται αυτή τη στιγμή στη Βενεζουέλα, όπου η λαϊκή αντιπολίτευση βρίσκεται μαχητικά στους δρόμους αντιμέτωπη με τον κατασταλτικό μηχανισμό μιας άλλοτε προοδευτικής κυβέρνησης που έχει χάσει την πλειοψηφία μέσα στον λαό και μέσα στη Βουλή. Ενώ ο ελληνικός μαδουρισμός έχει χάσει μεν την πλειοψηφία μέσα στον λαό, όμως ο λαός δεν είναι μαχητικά στους δρόμους όπως στο Καράκας, τουναντίον φαίνεται εντελώς εξουδετερωμένος, ενώ η κυβέρνηση έχει την πλειοψηφία μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Οπότε οι συνθήκες για την εφαρμογή του μαδουρισμού δηλαδή την παράνομη διαιώνιση της εξουσίας με δήθεν συνταγματικά μέτρα είναι ευνοϊκότερες για το παρόν και το μέλλον εις το διηνεκές της ουσιαστικά μειοψηφικής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με την πλαστή πλειοψηφία στη Βουλή.». Και συνεχίζει: «Πάντως δηλώνω ότι είμαι βέβαιος ότι (…) η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη αρχίσει να κινείται στα βήματα του Μαδουρισμού. Οι δεκάδες χιλιάδες διορισμοί αποβλέπουν στον πλήρη έλεγχο του Κράτους. Το σχέδιο Παππά απέτυχε στην επιδίωξη του ελέγχου των ΜΜΕ. Όμως τώρα με τον Ιβάν (εννοεί τον Ιβάν Σαββίδη), φαίνεται ότι θα επιχειρηθεί και νέα επέλαση για τον έλεγχο της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.». Αναφερόμενος στον Υπουργό Ενόπλων Δυνάμεων ο Μίκης γράφει ότι «βρίσκεται υπό την επιρροή της γοητείας του κυρίου Τσίπρα. Δηλαδή του εγκεφάλου για την επιβολή του Μαδουρισμού στην χώρα μας» και υποστηρίζει ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή εθνικός κίνδυνος, ανάλογος προς αυτόν των παραμονών της χούντας του 1967. Κλείνει το άρθρο του λέγοντας ότι χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα νέο Πατριωτικό Μέτωπο, που θα κλείσει το δρόμο προς το Μαδουρισμό.
Αν όλα αυτά λέγονταν από οποιονδήποτε άλλο, θα μπορούσε να δεχτεί κανείς ότι είναι υπερβολές ενός υπέργηρου ανθρώπου. Όμως εδώ δεν πρόκειται για οποιονδήποτε. Πρόκειται για τον Μίκη Θεοδωράκη, έναν άνθρωπο που έζησε όλες τις περιπέτειες της Αριστεράς, που διώχτηκε όσο λίγοι για τις αριστερές του ιδέες, πού έχει παγκόσμια αναγνώριση, που ανήκει στο χώρο της Τέχνης και της διανόησης, που τα τραγούδια του κράτησαν ψηλά το αντιστασιακό φρόνημα των Ελλήνων την περίοδο της χούντας, που έχει όλη την πείρα και τη σοφία της ηλικίας του και που, όταν ξεκίνησε η κρίση και μπήκαμε στα μνημόνια, πίστεψε στον ΣΥΡΙΖΑ και στήριξε το πρόγραμμά του, όπως το έπραξε και το άλλο σύμβολο της Αριστεράς, ο Μανώλης Γλέζος. Ωστόσο, βλέπουμε ότι τόσο ο Γλέζος όσο και ο Θεοδωράκης έχουν αποστασιοποιηθεί από τα κόμματα που κυβερνούν, επειδή βλέπουν ότι άλλα υποσχέθηκαν και άλλα πράττουν. Ο Μίκης, μάλιστα, προχωρεί πολύ πιο πέρα, κατηγορώντας απερίφραστα τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό των ΑΝΕΛ ότι οδηγούν τη χώρα σε επικίνδυνες ατραπούς.
Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι ότι δεν ακούστηκε από τη μεριά των κυβερνώντων κάποια εμπεριστατωμένη απάντηση στις σκληρές κατηγορίες του Θεοδωράκη. Γιατί άραγε; Τρεις είναι, κατά τη γνώμη μου, οι πιθανοί λόγοι: είτε επειδή σέβονται την προσωπικότητα και την ηλικία του, είτε επειδή θεωρούν απολύτως αβάσιμα όσα ισχυρίζεται είτε, τέλος, επειδή γνωρίζουν ότι πρόκειται για αλήθειες, τις οποίες οι ίδιοι δεν τολμούν να πουν φανερά στο λαό. Θέλω να πιστεύω ότι οι αληθινοί λόγοι είναι οι δύο πρώτοι. Διαφορετικά βρισκόμαστε μπροστά σε επικίνδυνες καταστάσεις. Η χώρα δεν χρειάζεται τέτοιας λογής περιπέτειες, σε μια στιγμή μάλιστα που ο κόσμος γύρω μας «βράζει» και η δημοκρατία παραπαίει, λόγω μεγαλοϊδεατισμών και εθνικισμού (δες Τουρκία, Αλβανία, Σκόπια). Πάνω από όλα πρέπει να τοποθετηθεί η ενότητα του λαού μας, χωρίς όμως να γίνει καμιά υποχώρηση και έκπτωση στο θέμα της δημοκρατίας. Αντίθετα, η δημοκρατία θα πρέπει να κατοχυρώνεται, να βαθαίνει και να πλαταίνει όλο και πιο πολύ και να μην αφεθεί στα χέρια όλων εκείνων που θέλουν «να καθίσουν στο σβέρκο» του λαού.
Ο Μίκης Θεοδωράκης εντόπισε έναν κίνδυνο ίσως ανύπαρκτο, ίσως υπαρκτό. Αν δούμε τη σκέψη του ευρύτερα, θα καταλάβουμε ότι μόνη έγνοια του είναι η δημοκρατία, ένα πολίτευμα που εύκολα μπορεί να γίνει αντικείμενο καπήλευσης από ανθρώπους, οι οποίοι εν ονόματι της δημοκρατίας καταλύουν τη δημοκρατία (ζωντανό παράδειγμα η σημερινή Τουρκία). Στην ιστορία της δημοκρατίας δεν είναι λίγες οι φορές που έκαμαν την εμφάνισή τους φαινόμενα αντίστοιχα του μαδουρισμού, όταν οι οπαδοί τέτοιων πρακτικών, με αποφάσεις που παρέκαμπταν και αγνοούσαν το Σύνταγμα, ικανοποιούσαν τάχα τις επιθυμίες του λαού και κατέλυαν επί της ουσίας τη δημοκρατία. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει αυτό τον κίνδυνο στα «Πολιτικά» του, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν «δημοκρατίες» αντίστοιχες προς τις τυραννίδες. Στις «δημοκρατίες» αυτές τη δύναμη την έχουν οι δημαγωγοί. «Αυτοί είναι οι αίτιοι που υπέρτατη αρχή είναι τα ψηφίσματα (λαϊκές αποφάσεις) και όχι οι νόμοι, καθώς οι δημαγωγοί όλα τα ανάγουν στο λαό (ο Αριστοτέλης επισημαίνει εδώ τον κίνδυνο του λαϊκισμού). Παράλληλα, αυτοί αποκτούν μεγάλη δύναμη, επειδή ο λαός είναι μεν κυρίαρχος σε όλα, αλλά αυτοί ελέγχουν την άποψη του λαού, αφού σ’ αυτούς υπακούει το πλήθος. Κι ακόμη, εκείνοι που κατηγορούν τις αρχές ισχυρίζονται πως ο λαός πρέπει να ασκεί τη δικαστική εξουσία. Κι ο λαός ευχαρίστως δέχεται την πρόκληση. Το αποτέλεσμα είναι ότι καταλύονται όλες οι εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική). Όποιος, λοιπόν, λέγει ότι αυτή είναι ψεύτικη δημοκρατία και όχι αληθές δημοκρατικό πολίτευμα, μπορεί να θεωρηθεί ότι εύλογα κατηγορεί (αυτό το καθεστώς). Διότι όπου δεν άρχουν οι νόμοι, εκεί δεν υπάρχει αληθής δημοκρατία» (1292a). Τα σχόλια περιττεύουν, αφού ο αναγνώστης μπορεί να κάμει τις αναγωγές στο παρόν και τις συγκρίσεις του.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης