Η ύστερη μεταπολίτευση και η εθνομηδενιστική ιστοριογραφία
Ομιλητές: Θεοχάρης Δετοράκης, ομ. καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης –
Νίκος Ψιλάκης, ιστορικός - συγγραφέας
και ο Γιώργος Καραμπελιάς.
Συντονιστής: Γιώργος Σαχίνης, δημοσιογράφος.
Το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά αποτελεί μια έμπρακτη επιστημονική απάντηση στην εθνομηδενσιστική ιστοριογραφία. Κατά την ύστερη μεταπολίτευση, και ιδιαίτερα μετά το 2000, στα πλαίσια ενός μιμητικού «εξευρωπαϊσμού», επιχειρήθηκε μια σταδιακή αλλά καθολική αναθεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας, η οποία συνεχίζεται και σήμερα με επιταχυνόμενους ρυθμούς από τον Αντώνη Λιάκο, τη Σία Αναγνωστοπούλου και τους περί αυτών: Αφετηρία και θεμελιώδης επιδίωξη αυτής της νέας αφήγησης είναι η απόρριψη της συνέχειας του ελληνικού έθνους. Οι απαρχές της συγκρότησης του ελληνικού έθνους δεν τοποθετούνται πλέον στην αρχαιότητα, σύμφωνα με το τρίσημο παπαρρηγοπούλειο σχήμα, –αρχαίος ελληνισμός. Ουκουμενικός ελληνισμός, νεώτερος, ούτε καν στο τέλος της βυζαντινής εποχής, όπως υποστήριζε ο παλαιός μαρξισμός, αλλά στα τέλη του 18ου αι. ή, συνηθέστερα, μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους!
Για να θεμελιωθεί αυτό το προκρούστειο εγχείρημα, θα πρέπει ο (δυτικός) Διαφωτισμός να αναδειχθεί στο αποκλειστικό ιδεολογικό όχημα της Επανάστασης, και της «εθνογένεσης», και να αποσιωπηθούν έτσι όλα τα φαινόμενα της ιστορικής συνέχειας. Σύμφωνα με τους αποδομητές συγγραφείς, η προκρατική συνείδηση των Ελλήνων ήταν απλώς «θρησκευτική», χωρίς εθνική διάσταση. Όμως, μετά την Άλωση, τουλάχιστον έως το 1750, ο εθνισμός των Ελλήνων αναγνωρίζεται, στα πλαίσια της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σχεδόν αποκλειστικά υπό το θρησκευτικό ορθόδοξο ένδυμά του – παράλληλα με τη γλωσσική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα, που επίσης εκφράζονται προνομιακά μέσα από τον θρησκευτικό λόγο· αν λοιπόν αυτός ο «προκρατικός» εθνισμός αποσυνδεθεί από την ορθοδοξία, τότε παύει, όντως να υπάρχει. Γι’ αυτό και θα πρέπει από τους αποδομητές ιστορικούς, ο «φωτισμός του γένους» να μετασχηματιστεί σε εισαγόμενο Διαφωτισμό, αλλά και να ταυτιστεί με ένα ρεύμα αντικληρικαλικού και αγνωστικιστικού χαρακτήρα, σε ευθεία αντιπαράθεση με την ορθοδοξία.
Σε αυτή τη νέα αφήγηση, η αντιπαράθεση «διαφωτισμού-σκοταδισμού», και πρωτίστως διαφωτιστών και Εκκλησίας, υποκαθιστά, την αντίθεση του ελληνικού λαού (παρά τις υπαρκτές εσωτερικές αντιπαλότητες) με τους Οθωμανούς και τους Φράγκους.
Πλέον ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν ορίζει πλέον ένα ιδιαίτερο, ελληνικό φαινόμενο αλλά την «υποδοχή του Διαφωτισμού στην πνευματική ζωή της ελληνικής Ανατολής».
Για να απορρίψουν ακριβώς αυτόν τον «ενεργητικό ρόλο του ελληνισμού» και το «παπαρρηγοπούλειο σχήμα» της συνέχειας, οι αποδομητές ιστορικοί εμμένουν στη θέση πως ο δυτικός Διαφωτισμός υπήρξε το αποφασιστικό στοιχείο στη διαμόρφωση της ελληνικής επαναστατικής και εθνικής συνείδησης. Έτσι το ελληνικό έθνος ταυτίζεται με το έθνος-κράτος (κράτος-έθνος το χαρακτηρίζουν εξάλλου) και αφετηρία της δημιουργίας του αποτελεί ο δυτικός Διαφωτισμός και η ιδεολογία του.
Ο Νίκος Σβορώνος είχε, πολύ ενωρίς, επισημάνει τον προκρούστειο χαρακτήρα της ταύτισης του έθνους και της εθνικής ιδέας με την αστική τάξη και, μέχρι το τέλος της ζωής του, θα επιχειρεί να διασαφηνίσει τις σχετικές έννοιες[2]:
«Από τον 11ο αιώνα και μετά, ο μόνος λαός που αποτελεί την αυτοκρατορία είναι οι Έλληνες. Όλοι οι άλλοι έχουν ανεξαρτητοποιηθεί, ενώ ο 18ος αιώνας διαμορφώνει τις προϋποθέσεις της δημιουργίας του ανεξάρτητου κράτους, της εθνικής ιδέας ως εθνικού προτάγματος. Η προσφορά της αστικής τάξης είναι για μένα η σύλληψη της επαναστατικής λύσης για το εθνικό ζήτημα· δεν την εξετέλεσε μόνη της, όμως την συνέλαβε. Δεν ανεξαρτητοποιώ την εθνική ιδέα και το εθνικό πρόβλημα από τις ταξικές εξελίξεις, αλλά ορισμένες ιδέες, όπως η εθνική ιδέα, η γένεση της ιδέας της εθνότητας, ανεξαρτητοποιούνται από τις ταξικές εξελίξεις[3]. Είναι πρώτα απ’ όλα, τα διάφορα στάδια, τα διάφορα σχήματα, τα κακώς εννοούμενα, η θεωρία ότι η έννοια του έθνους γεννήθηκε από την αστική τάξη· η σύνδεση της αστικής τάξης είναι με την έννοια του εθνικού κράτους. Όχι με την έννοια του έθνους (υπογράμμιση Γ.Κ.), που την έχουν διαμορφώσει πολύ πιο πριν οι διάφοροι λαοί[4].»
Το 1988, ο Κ.Θ. Δημαράς εξέφραζε ευθέως και τον δικό του «καημό»:
«…Θα μου δώσετε αφορμή να πω κάτι που ήτανε καημός μου επί πολλά χρόνια· (αφετηριακό σημείο του νεοελληνισμού) δεν είναι η πτώση της Κωνσταντινούπολης. Γιατί νομίζω, από τους δασκάλους μου, από την ιστορία τέλος πάντων, έχει καθιερωθεί, να είναι η πτώση από την Σταυροφορία. Από εκεί και πέρα αρχίζει να δουλεύει κάτι άλλο: το ελληνικό στοιχείο ξανάρχεται με κάποιους τρόπους, το 1204, να πούμε, είναι μια πολύ χαρακτηριστική χρονιά και αρχίζει πια να δημιουργείται κατιτί που δεν είναι πια Βυζάντιο»[5].
Ίσως, όμως, πιο περιεκτικά και πιο εύστοχα από όλους, τόσο για τη φύση της Επανάστασης όσο και για το ζήτημα της συνέχειας του έθνους, είχε απαντήσει στο ερώτημα ο… Θεόδωρος Κολοκοτρώνης:
«Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδικὴ μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ’ ὅσαις γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικὸς μας πόλεμος ἦτο ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος. [ ] Μιὰν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τὸ Ναύπλιον, ἦλθεν ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ ἰδῇ· μοῦ εἶπε ὅτι: πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμόν, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσῃ· ἐγὼ τοῦ ἀπεκρίθηκα, ὅτι αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος· ἐμεῖς, καπιτὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμε μὲ τοὺς Τούρκους· ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθὶ καὶ ἄλλοι, καθὼς ἐμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γεννεὰ εἰς γεννεά· ὁ Βασιλεύς μας ἐσκοτώθη, καμμίαν συνθήκη δὲν ἔκαμε, ἡ φρουρὰ του εἶχε παντοτινὸν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα· –μὲ εἶπε, ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρὰ του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια; – ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη καὶ τὸ Σοῦλι καὶ τὰ βουνά· ἔτζι δὲν μὲ ὡμίλησε πλέον»6].
Ο γέρος του Μοριά όχι απλώς αντιμετωπίζει την Επανάσταση του ’21 ως συνέχεια των προγενέστερων αγώνων του ελληνισμού, αλλά εξακολουθεί να θεωρεί τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ως τον μοναδικό νόμιμο βασιλέα του και τους σκλαβωμένους Έλληνες σε διαρκή και ανειρήνευτο πόλεμο, από την Άλωση και μετά.
[1] Νίκος Σβορώνος, ό.π., σσ. 12-13.
[2] Βλέπε την κριτική μου σε αυτή την αντίληψη, στα βιβλία μου, ΓΚ, Χιλιαενιακόσια είκοσιδυο, δοκίμιο για τη νεοελληνική ιδεολογία και, κυρίως, To 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, στα οποία καταδεικνύεται πως το υστεροβυζαντινό κράτος, μετά το 1204 τουλάχιστον, αποτελεί ήδη μια πρώιμη μορφή του ελληνικού εθνικού κράτους.
[3] Νίκος Σβορώνος, «…Εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα…», στο Κ.Θ. Δημαράς, Νίκος Σβορώνος, Η μέθοδος της ιστορίας (Συνεντεύξεις με τους Στέφανο Πεσμαζόγλου και Νίκο Αλιβιζάτο), Άγρα, Αθήνα 1995, σ. 110.
[4] Νίκος Σβορώνος, «…Εβύθισα…», ό.π., σ. 117.
[5] Κ.Θ. Δημαράς, «Ως η διψώσα έλαφος…», στο Κ.Θ. Δημαράς, Ν. Σβορώνος, ό.π., σ. 47.
[6] Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης (υπαγόρευσε), Διήγησις Συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνα 1846, σ. 190.