H κωλοτούμπα
Γράφει ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Βέβαια η συγκεκριμένη λέξη δεν είναι και η πλέον εύηχη, χρησιμοποιείται, ωστόσο, ευρέως από τα παιδιά και ενίοτε, όπως τώρα, και από τους πολιτικούς μας εκείνους, που προφανώς θέλουν να εξευτελίσουν, μέσω μιας «φτηνιάρικης»λέξης τής αργκό, μια κυβέρνηση ή έναν πολιτικό φορέα για την εγκατάλειψη μιας διακηρυχθείσας πολιτικής, σηματοδοτώντας έτσι την αφερεγγυότητά της.
Εκείνο πάντως που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι σε κάποια έντυπα ή και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης αντί η λέξη να γράφεται ορθά, δηλ. «κωλοτούμπα», γραφόταν ως «κολοτούμπα». Δεν γνωρίζω το λόγο. Υποψιάζομαι όμως ότι μάλλον πρόκειται για ζήτημα καθωσπρεπισμού: δεν θεωρείται «καθώς πρέπει» μια λέξη που παραπέμπει στα οπίσθια του ανθρώπου. Αφού όμως δεν μπορούμε να την αποφύγουμε και να χρησιμοποιήσουμε τη συνώνυμη αρχαιοπρεπή λέξη «κυβίστηση», τότε ας της αλλάξουμε την ορθογραφία! (Θυμηθείτε και το Γιάννης που ετσιθελικά έγινε Γιάνης!).
Όμως, όσο και να θέλουμε να αλλάξουμε την ορθογραφία της συγκεκριμένης λέξης και για όποιο λόγο κι αν το θέλουμε, το πράγμα δεν αλλάζει, γιατί το πρώτο συνθετικό της γράφεται έτσι όπως γράφεται και σημαίνει αυτό που σημαίνει. Εξάλλου, η ελληνική γλώσσα έχει τιμήσει αυτό το πρώτο συνθετικό με πολλές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ομιλία, όπως: «κώλ…ς και βρακί», «αν σου βασταέι ο κώλ…ς», «κάτσε τον κώλ… σου κάτω», «τα θέλει ο κώλ…ς σου», «πότε ο Γιάννης (ή Γιάνης;) δεν μπορεί, πότε ο κώλ…ς του πονεί» κ.ά.
Ας έλθουμε όμως στο θέμα της «κωλοτούμπας». Ο ελληνικός λαός παρακολουθεί προσεκτικά τη διαπραγμάτευση της Κυβέρνησης. Οι περισσότεροι είναι αυτή την ώρα «έμπλεοι ενθουσιασμού και εθνικής υπερηφάνειας» για την πατριωτική και εθνικά περήφανη στάση της, όπως μου είπε σήμερα, χαμογελώντας, ένας καλός φίλος. Άλλοι είναι επιφυλακτικοί, γιατί επικροτούν μεν τη στάση της, ενδιαφέρονται όμως και για το αποτέλεσμα. Υπάρχουν, τέλος, και οι απαισιόδοξοι, εκείνοι που θεωρούν ότι η κυβέρνηση οδηγεί το καράβι της χώρας στα βράχια.
Οι πρώτοι, οι ενθουσιασμένοι και εθνικά υπερήφανοι, ίσως και να είναι αυτοί που πρώτοι θα απογοητευθούν από μια «κωλοτούμπα»της κυβέρνησης. Διότι οι πολίτες αυτοί επένδυσαν πολλά, αν όχι τα πάντα, στις υποσχέσεις και τις δυνατότητές της. Μια αλλαγή, λοιπόν, της στάσης της, μια «κωλοτούμπα» δηλαδή, θα τους απογοητεύσει, θα ανατρέψει κάθε όνειρο και κάθε προσδοκία τους. Και είναι γνωστό ότι όσο πιο υψηλές είναι οι προσδοκίες, τόσο μεγαλύτερη είναι η απογοήτευση από τυχόν διάψευσή τους. Είναι μάλιστα σίγουρο ότι μια μερίδα από αυτούς δεν θα ήθελε με κανένα τρόπο την «κωλοτούμπα», ακόμη κι αν η Ελλάδα οδηγούνταν σε αδιέξοδα, προτιμώντας μια ηρωική έξοδο, ένα Μεσολόγγι, παρά ένα συμβιβασμό.
Οι δεύτεροι, οι επιφυλακτικοί δηλαδή, βρίσκονται στη μέση: αφενός επικροτούν την εθνικά υπερήφανη στάση της κυβέρνησης, αφετέρου όμως θα τους ενδιέφερε και μια «κωλοτούμπα»της, ώστε να μη φτάσει σε καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα. Θέλουν, δηλαδή, «και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο». Πρόκειται, επί της ουσίας, για το καυτό ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση: να υλοποιήσει το πρόγραμμά της και ταυτόχρονα να συμβιβαστεί με τις απαιτήσεις των δανειστών. Το αν θα μείνει η πίτα αφάγωτη ή αν θα χορτάσει ο σκύλος, μένει να το δούμε.
Η τρίτη κατηγορία, οι απαισιόδοξοι, είναι εκείνοι που εύχονται και προσεύχονται να συμβεί η «κωλοτούμπα», δηλαδή η κυβέρνηση να αλλάξει πολιτική και να συμβιβαστεί, προκειμένου να αποφύγει τη ρήξη και την, κατά τη γνώμη τους, καταστροφή.
Εν ολίγοις, φτάνουμε στο εκπληκτικό συμπέρασμα ότι η τύχη μας, η τύχη της χώρας μας και, κατά συνέπεια, της Ευρώπης ή και του κόσμου ολόκληρου, εξαρτάται από μια «κωλοτούμπα»! Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα κορυφαίο ζήτημα, γραμμένο στα οπίσθια της κυβέρνησης, η οποία, ως εκ τούτου, θα πρέπει να βαδίζει, έχοντας το νου της όχι μόνο προς τα εμπρός αλλά και προς τα οπίσω. Μια «κωλοτούμπα» από κάποια «τρικλοποδιά» των εταίρων μπορεί να φέρει το «ατύχημα» που όλοι απεύχονται. Και είναι πολλοί που θα ήθελαν να βάλουν αυτή την «τρικλοποδιά». Από την άλλη, μια «κωλοτούμπα», που η κυβέρνηση θα παρουσίαζε ως τακτικό ελιγμό και που, για λόγους ευφημισμού, θα την βάπτιζε, ας πούμε, με το εύηχον και αρχαιοπρεπές της λέξεως «κυβίστηση», ίσως θα λειτουργούσε κατευναστικά για όλες τις κατηγορίες των Ελλήνων πολιτών. Σύνηθες το φαινόμενο …
Κλείνοντας θα έλεγα στους συμπολίτες μας να αναζητήσουν στην πολιτική ιστορία της χώρας μας τις «κωλοτούμπες» των κατά καιρούς κυβερνήσεων, οπότε και θα διαπιστώσουν ότι το είδος αυτό της πολιτικής κυβίστησης εμφιλοχωρεί στην πολιτική ζωή του τόπου μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πάντοτε έχει αρνητικά αποτελέσματα. Ο πολιτικός, βέβαια, δεν πρέπει να είναι χαμαιλέων, να αλλάζει, δηλαδή, πολιτική στάση ανάλογα με τις περιστάσεις, προκειμένου να εξυπηρετεί το κομματικό ή το ατομικό του συμφέρον.
Ωστόσο, πρέπει να έχει το πολιτικό θάρρος, όταν οι συνθήκες το απαιτούν και για χάρη του λαού και της πατρίδας, να παραδέχεται το σφάλμα του και να διορθώνει την πορεία του. Για να μη βρεθεί, ωστόσο, στην ανάγκη μιας τέτοιας δύσκολης στιγμής, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι αφενός να αποφεύγει το λαϊκισμό και αφετέρου να προνοεί, δηλαδή να σκέφτεται από πριν και να σταθμίζει καλά όλες τις παραμέτρους των αποφάσεων και των υποσχέσεών του. Αλλιώς, ή θα οδηγήσει τον τόπο του σε αδιέξοδα και καταστροφές ή θα κάμει εκ των πραγμάτων την «κωλοτούμπα».