Ένα «δέντρο» με βαθιές ρίζες! [Πρώτο μέρος]
Ονομάζεται κι όχι τυχαία, Οδυσσέας, Οδυσσέας Πλατύρραχος ορμώμενος από το χωριό Κουρούτες του νομού Ρεθύμνου. Η ετυμολογία του χωριού σε παραπέμπει στους Κουρήτες που προστάτεψαν τον νεφεληγερέτη Δία από τον παιδοφάγο πατέρα του!
Σύμπτωση ή αληθινή ιστορία; Η ιστορία του Έλληνα - του Έλληνα Κρητικού- που στα δύσκολα χρόνια της 7ετίας αποφάσισε να εγκαταλείψει την αγαπημένη του πατρίδα που βρίσκονταν στο γύψο και να μεταναστεύσει στην μακρινή πανέμορφη Αυστραλία. Είναι σύμπτωση ή κάρμα να έχω φίλη μου την ανιψιά του και να βρεθώ την Κυριακή το μεσημέρι συνδαιτημόνας στο κτήμα τους, στο Τυμπάκι Μεσαράς με τον Μεγάλο Κρητικό κο Οδυσσέα Πλατύρραχο;
Δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ στον πειρασμό της συνέντευξης! Το κρυφό μου όνειρο από παιδί ήταν να ταξιδεύω σε τόπους μακρινούς και να μιλάω με τους ντόπιους να μαθαίνω πώς ζουν τα ήθη και τα έθιμα τους.
Με μεγάλη χαρά ο συνομιλητής μου δέχτηκε να μοιραστεί μαζί μου σε προκαθορισμένα όρια χρόνου την Οδύσσειά του!
· Κύριε Πλατύρραχε, πότε φύγατε για τη μεγάλη περιπέτεια;
· Πάνε πολλά χρόνια από τότε και πιο συγκεκριμένα, το 1973. Όπως ξέρετε η πατρίδα μας είχε ήδη μπει στο γύψο και ήταν άγνωστο για πόσο καιρό! Καίτοι υπάλληλος τραπέζης, αποφάσισα να φύγω αμέσως όσο γινόταν πιο γρήγορα!
· Φαντάζομαι ότι ήσασταν πολύ νέος και άπειρος! Πώς τολμήσατε κάτι τέτοιο; Ξέρατε πού θα πηγαίνατε;
· Σ΄ αυτό δοξάζω το Θεό! Βρισκόταν εκεί ο μεγαλύτερος αδελφός μου με την οικογένειά του. Οπότε είχα σπίτι και φαγητό κι όχι μόνο.
· Τι εννοείτε;
· Τη βοήθεια για εύρεση εργασίας.
· Με τι ασχοληθήκατε στην αρχή;
· Δούλεψα στην εφημερίδα «Ν. Πατρίδα». Όμως δεν ήμασταν δημοσιογράφοι πραγματικοί, ήθελα να πω ρεπόρτερ, γιατί έρχονταν με καθυστέρηση τα νέα από την Ελλάδα κι εμείς κόβαμε τις σπουδαιότερες ειδήσεις και τις κάναμε κολλάζ και μετά τις δημοσιεύαμε. Αλλά δε βολευόμουν σ’ αυτό το κόψε – ράψε… Εμένα βαθιά μέσα μου σιγόκαιγε η επιθυμία τού ρεπόρτερ, της γραφής, της έρευνας… Σκεφτόμουν τις σπουδές μου στη σχολή Δημοσιογραφίας και Δημοσίων Σχέσεων στην Αθήνα το μακρινό1967 – 1968, λίγο πριν φύγω για το μακρινό ταξίδι της «ελπίδας» και τα όνειρα που έκανα αναφορικά μ’ αυτόν τον δύσκολο αλλά μαγευτικό δρόμο των ονείρων μου, το ρεπορτάζ, την αλίευση ειδήσεων απ’ όλο τον κόσμο και τη μετάδοσή τους!
· Τελικά αυτή σας η επιθυμία έγινε πραγματικότητα;
· Φυσικά από τις 16 Ιανουαρίου του 1974 μέχρι τα τέλη του 1977 εργάστηκα στις παροικιακές εφημερίδες «Πανελλήνιος Κήρυκας» και «Νέα πατρίδα», ως δημοσιογράφος. Από το 1976 μέχρι το 1992 ασχολήθηκα με τη διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας στα Αυστραλογεννημένα Ελληνόπουλα ενώ παράλληλα συνεργάστηκα και με διάφορα παροικιακά έντυπα.
· Είπατε ότι ασχοληθήκατε με την εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας, μπορείτε να μας πείτε πώς, με τι τρόπο;
· Το ενδιαφέρον μου – ως ανήσυχο πνεύμα - πολύ σύντομα στράφηκε στην εκπαίδευση, όπως προείπα. Πιο συγκεκριμένα δημιουργώντας σχολεία για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας για τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών. Η εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας γινόταν 2 με 3 ώρες την εβδομάδα και το Σάββατο το πρωί περισσότερες ώρες, περίπου 5!
· Τι τους διδάσκατε;
· Ελληνικά, Ιστορία, Γεωγραφία, Παράδοση – επαφή με τις ρίζες. Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι το δέντρο που έχει ρίζες, αυτό δε θα πεθάνει! Υπήρξαν βέβαια πάρα πολλές δυσκολίες λόγω επιπέδου γνώσεων της Ελληνικής. Το Υπουργείο Παιδείας μάς έστελνε βιβλία αλλά τα παιδιά δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν γιατί δεν καταλάβαιναν τίποτα, με αποτέλεσμα να μισήσουν το σχολείο.
· Κι εσείς πώς αντιμετωπίσατε αυτό το πρόβλημα;
· Απλά, με το να γράψω εγώ βιβλία προσαρμοσμένα στις δυνατότητες των παιδιών, για ν’ αφομοιώσουν την Ελληνική γλώσσα μέσω της γνώσης των Αγγλικών τα οποία ήταν η μητρική τους γλώσσα και δεύτερη γλώσσα, η Ελληνική.
· Τα καταφέρατε;
· Πιστεύω πως ναι! Παρά του ότι ήρθα πολλές φορές σε ρήξη με μαμάδες που επιθυμούσαν να ταυτίζεται το επίπεδο γνώσης των Αγγλικών, μ’ εκείνο των Ελληνικών!
Διακόπτουμε τη συνέντευξη για το μεσημεριανό γεύμα. Οι σκέψεις τρέχουν αδάμαστες, ταξιδεύοντας στο μακρινό Σύδνεϋ…
Προσπαθώ, σε λιγοστό χρόνο, να συνθέσω το πάζλ των εικόνων που τόσο όμορφα μέσω του λόγου του και της κατάθεσης ψυχής, μού έδωσε ο σπουδαίος συνομιλητής μου.
Σούρουπο πια, λίγο πριν ο ήλιος του Μαγιού κρυφτεί στην αγκαλιά τού Λιβυκού, αφήνοντας πίσω του τα χρώματα και τις αποχρώσεις βάφοντας το φουστάνι της ανοιξιάτικης φύσης. Το καφεδάκι μάς περιμένει στο τραπεζάκι του κήπου, κάτω από μια καρυδιά και η διάθεση για να ξεφυλλίσει το βιβλίο της ζωής του, είναι μεγάλη….
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere classiche dell’ Universita; degli studi di Napoli “Federico II”]