Εν όψει του καλοκαιριού
Γιατί η χώρα μας, ανάμεσα στις πολλές ομορφιές που διαθέτει, έχει την τύχη να λούζεται από ένα ζωοδότη ήλιο, τον ήλιο αυτό που «είναι δικός μου και δικός σου» (Γ. Σεφέρης), που κάνει τα πάντα διάφανα, που δίνει ζωντάνια στα χρώματα και γεμίζει τις ψυχές με αγάπη για τη ζωή. Κι από την άλλη, η θάλασσα, το υγρό στοιχείο που αντανακλά το φως και το γαλάζιο του ουρανού κι ενώνεται μαζί του με μια ένωση μυστική κι ερωτική, από την οποία γεννήθηκε η ελληνική φύση, το ελληνικό τοπίο, το γεμάτο φως και λαχτάρα για ζωή κι ελευθερία. Μέσα σ’ αυτόν τον τόπο ζήσαμε και ζούμε οι Έλληνες χιλιάδες χρόνια τώρα. Κι ο τόπος αυτός όχι μόνο μας δέχτηκε αλλά και μας χάρισε απλόχερα τα ελέη του: το εύκρατο κλίμα, τα μοναδικά σε νοστιμιά προϊόντα, τις απαράμιλλες ομορφιές του. Και γι’ αυτό οι παλαιότεροι Έλληνες όχι απλώς τον σεβάστηκαν, αλλά και εμπνεύστηκαν από αυτόν και δημιούργησαν πολιτισμό, στους αιώνες αξεπέραστο, ταυτισμένο απόλυτα με τούτο τον τόπο, που ήταν δεμένος με τη φτέρνα, τα δάχτυλα, τα μάτια και την ψυχή τους.
Όμως, τα χρόνια μετά το 1980, όταν και η χώρα μας μπήκε στο χορό του καταναλωτισμού, η σχέση μας με τον τόπο άλλαξε άρδην. Επειδή τα πάντα άρχισαν να μετριούνται με το χρήμα και το «ευ ζην» του μέτρου και του ήθους αντικαταστάθηκε από την δίχως φραγμούς έκρηξη των επιθυμιών, ο τόπος άρχισε να αντιμετωπίζεται όχι ως χώρος ζωής και πηγή έμπνευσης για πολιτισμικά δημιουργήματα, αλλά σαν αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Έτσι, αν ο παλαιότερος άνθρωπος είχε ανάγκες, τις οποίες εξυπηρετούσε, με ένα minimum, έστω, σεβασμού προς τον τόπο, οι νεότεροι Έλληνες, αδυνατώντας να κατανοήσουν τη διάκριση μεταξύ αναγκών και επιθυμιών, θέλησαν και πέτυχαν να υποτάξουν και τον τόπο στις χωρίς όρια επιθυμίες τους. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην ασέβεια προς το τοπίο και τον τόπο, ο οποίος αλλοιώθηκε και μετατράπηκε σε μέσον, για να κερδίσει ο Νεοέλληνας χρήματα, δια των οποίων θέλει να καλύψει το άμετρο των επιθυμιών του. Τα αποτελέσματα τα ζούμε καθημερινά: δηλητηριάζουμε τα χωράφια με λιπάσματα και φυτοφάρμακα, για να πετύχουμε μεγάλη παραγωγή, αφήνουμε τη θάλασσα δίχως ψάρια, ψαρεύοντας με παράνομους τρόπους, προκειμένου να αυξήσουμε τα κέρδη μας, καταστρέφουμε τις παραλίες χτίζοντας αυθαίρετα, ρυπαίνουμε τα νερά και τον αέρα, καταστρέφουμε με το νεοπλουτίστικο πνεύμα μας την ομορφιά των χωριών μας κ.ο.κ. Και ο τόπος αυτός, ο γεμάτος ομορφιές και κάλλη, «στενάζει και οδυνάται».
Έκαμα αυτή την κάπως μακρά εισαγωγή, επειδή εν όψει του καλοκαιριού θα βρεθούμε και πάλι στις πανέμορφες παραλίες της Ελλάδας. Οι παραλίες αυτές, μαζί με τον ήλιο, είναι από τις μεγαλύτερες ευλογίες που έχουμε ως χώρα. Ας τις δούμε, λοιπόν, με θαυμασμό απέναντι στην ομορφιά, στο κάλλος. Μια τέτοια θεώρηση ίσως μας βοηθήσει να σεβαστούμε τον τόπο, να σεβαστούμε τις παραλίες μας. Γιατί, αν το ωραίο δεν μας συγκινεί, τότε το πρόβλημά μας ως ατόμων και ως λαού είναι τεράστιο. Διότι το ωραίο, ως ωραίο, είναι πάντοτε θελκτικό, γοητευτικό. Αν λοιπόν δεν έχουμε μάθει ή δεν έχουμε τη δυνατότητα να σεβαστούμε και να θαυμάσουμε την ομορφιά των παραλιών μας, αυτών που ζηλεύει και θαυμάζει όλος ο κόσμος, τότε κάτι σημαντικό έχει νεκρωθεί μέσα μας.
Όμως, ακόμα κι αν μια τέτοια θεώρηση δεν είναι εφικτή για διαφόρους λόγους, ας σκεφτούμε ότι οι παραλίες δεν μας ανήκουν, δεν είναι ιδιοκτησία μας, για να συμπεριφερόμαστε απέναντί τους, όπως μας «γουστάρει». Οι παραλίες ανήκουν σε όλους μας κι όλοι έχουμε το ίδιο χρέος να τις προσέχουμε, διατηρώντας τις καθαρές. Είναι πραγματικά μεγίστη ασέβεια προς το περιβάλλον και τους συνανθρώπους μας να αφήνουμε αποτσίγαρα χωμένα στην άμμο, άδεια μπουκάλια μπύρας, πλαστικά ποτήρια, κουτάκια αναψυκτικών κλπ. στις παραλίες, ενώ είναι πανεύκολο να τα ρίξουμε στον κάδο απορριμμάτων.
Πέρα όμως από το ζήτημα της καθαριότητας και του σεβασμού προς το περιβάλλον, υπάρχει και ο σεβασμός προς τους άλλους λουομένους. Τα μπαλάκια από τις ρακέτες που παίζουν κάποιοι, συχνά «προσγειώνονται» στα κεφάλια εκείνων που κάνουν ηλιοθεραπεία, ενώ τα παιδιά αφήνονται ελεύθερα να πετούν άμμο και νερό δεξιά και αριστερά, ανεξέλεγκτα. Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι, πηγαίνοντας στην παραλία, μπορούμε να παίξουμε και να ξεσκάσουμε, αλλά όχι σε βάρος άλλων.
Τι να πούμε όμως και για κάποιους από τους ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, μπαρ, καφετεριών και ταβερνών, που λειτουργούν δίπλα στη θάλασσα; Εδώ τον πρώτο λόγο τον έχει η Πολιτεία και οι δημοτικές υπηρεσίες, που θα πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους, ώστε να επιβάλλεται ο νόμος, όπου και όταν πρέπει.
«Αυτονόητα όλα αυτά», θα πει κάποιος και με το δίκιο του. Όμως το πρόβλημα σε τούτη τη χώρα είναι πως δεν κάνουμε το αυτονόητο, το προφανές, το πρόδηλο. Δεν έχουμε μάθει την απλή αλλά απαραίτητη και καίρια για την κοινωνική συμβίωση και συνοχή έννοια του σεβασμού προς το περιβάλλον, τον συνάνθρωπο και το νόμο, παραδομένοι, όπως είπαμε, στο αχαλίνωτο των επιθυμιών μας. Προπάντων, δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την έννοια του σεβασμού προς τη θάλασσα και τις παραλίες μας, αυτό το μεγάλο θησαυρό που θαύμασαν οι ποιητές από τον Όμηρο ως το Σεφέρη και τον Ελύτη, ο οποίος γράφει στο «Άξιον Εστί»:
«Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα.
Είμαστε μια χώρα υπό το κράτος του ήλιου και στην αγκαλιά της θάλασσας. Αιώνες ζεσταίνει και φωτίζει τούτο τον τόπο ο ελληνικός ήλιος κι όμως πάνε να επαληθευτούν τα λόγια του Σεφέρη:
« Χώρες του ήλιο και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.»,
αφού όσο περνούν τα χρόνια, βλέπουμε «τον ήλιο μ’ άλλα μάτια» (και πάλι ο Σεφέρης). Αν κρατήσουμε τη θαυμαστική, ποιητική ματιά απέναντι στον ήλιο και τη θάλασσα, τότε τα καλοκαίρια μας θα είναι καλοκαίρια ελληνικά, δηλαδή καλοκαίρια αγάπης προς τον τόπο μας και τις ομορφάδες του.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης