“Είπα στη μυγδαλιά: «Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό». Κι η μυγδαλιά άνθισε”
Είπα στον ζητιάνο που έστεκε στην γωνιά του δρόμου: «Γιατί χαμογελάς»; Κι εκείνος μου απάντησε: «Γιατί τα μάτια μου βλέπουν ήλιο, ουρανό και θάλασσα»!
Είπα στη μάνα που μόλις έχασε το μονάκριβο παιδί της: «Γιατί έχει φως η ματιά σου και γαλήνη η ψυχή σου»; Κι εκείνη με απλότητα μου απάντησε:
« Γιατί ο Θεός χαμογελάει στη γη»!
Είπα στον εαυτό μου: « Γιατί να κυριεύει ο φόβος τα όνειρά μου και η καταχνιά της αμφιβολίας να γεμίζει τις ημέρες μου»; Κι εκείνος σαν να ξυπνάει από βαθύ λήθαργο, αδύναμος αργοσέρνει τις λέξεις… “ίσως γιατί δεν άφησες να μπει το φως του ήλιου μέσα σου, τη ζεστασιά της μάνας γης να γαληνέψει την ψυχή σου και την ταξιδεύτρα θάλασσα να ξυπνήσει τα όνειρά σου»…
Άραγε πόσοι από εμάς μπορούν να κοιτάξουν γύρω τους τώρα που η Άνοιξη ανάλαφρη σκορπά αρώματα και φως στο πέρασμά της; Τώρα που η φύση ξαναγεννιέται, τώρα που ο Χειμώνας εξασθενημένος κι ανήμπορος τραβά στο κοιμητήριό του τραβώντας μαζί του τα χιόνια, τους ανέμους, τις βροχές και τις θύελλες στα πελάγη;
Άραγε ποιος από εμάς μπορεί να βάλει το ένδυμα του διπλανού του βγάζοντας το δικό του; Έστω για μια στιγμή να δοκιμάσει τα συναισθήματα του συνανθρώπου του μέσω της συναισθηματικής νοημοσύνης; Ο λόγος του Θεού στο Άγιο Ευαγγέλιο είναι ενθαρρυντικός, τούτες τις μέρες της τεσσαρακοστής λίγα βήματα πριν το Πάσχα:
“Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου.»
Η Πλάση ολόκληρη ευλόγησε τη γυναίκα, τη μάνα γη για να φέρει τον Μεσσία, τον Σωτήρα της ανθρωπότητας για να μας σώσει από την πνευματική και ψυχική μας ένδεια και να μας αναστήσει ανεβάζοντάς μας στην κλίμακα της πνευματικής ανάτασης, προς την αιώνια Ζωή! Περίτρανα η Φύση ακολουθεί το δρόμο της από τη γέννησή της. Εκείνον της αναγέννησης, της χαράς, της γονιμότητας, του Έρωτα με την Άνοιξη και της απαλλαγής από τον Χειμώνα και του θανάτου της ψυχής!
Ίσως έχει έρθει η ώρα να κοιτάξουμε εντός μας ενδελεχώς, κάνοντας μια ενδοσκόπηση για να βρούμε το χαμένο κομμάτι του εαυτού μας. Εκείνο που επιμελώς κρύψαμε γιατί το θεωρούμε αδύναμο ή ακόμη άξιο να είναι κρυμμένο ως μυστικό πανάκριβο της ψυχής μας. Ίσως να είναι αυτή η διαδικασία για να οδηγήσουμε τα βήματά μας προς την πραγματική -προσωπική μας ευτυχία. Έτσι αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες μας θα μπορούμε να κάνουμε τον κύκλο πιο μεγάλο, πιο ανθρώπινο με αληθινά συναισθήματα και παλμούς καρδιάς αληθινούς ώστε να δώσουμε από τα δώρα της ψυχής μας στην κοινωνία που πληγώνεται καθημερινά, στην κοινωνία που αιμορραγεί, στην κοινωνία που εκούσια οδηγείται στην έξοδο από τούτο το «αλωνάκι» που λέγεται Ζωή.
Πολλές λέξεις βρίσκουν το χαμένο τους ένδυμα και καλλωπίζονται για να φανούν περίτεχνες στο βάθρο του βήματος αλλά υπάρχουν κι εκείνες οι απλές, οι λιτές που με δύναμη εκτοξεύονται από καρδιά σε καρδιά και γίνονται κρουνός, πίδακας, χείμαρρος, τσουνάμι και αγκαλιάζουν όλη τη γη για να την απογειώσουν παίρνοντάς την από το βάθος της αβύσσου!
«Έκθαμβος ασπάζεται Γαβριήλ
έκθαμβος λαμβάνει η Παρθένος τον ασπασμόν
πώς ο Θεού λόγος κατήλθε βροταθήναι;
Του Κτίστου προσκυνούμεν την συγκατάβασιν».
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere Classiche dell’ Universita’ degli studi di Napoli “Federico II”]