\"Έφυγε\" ο Σήφης Κόσογλου αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό... (pics)
Ο Σήφης Κόσογλου, ένας από τους σημαντικότερους λόγιους της Κρήτης, δεν είναι πια μαζί μας, αφήνοντας την τελευταία του πνοή λίγο πριν τις 11.00 στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο Ηρακλειου.
Ο φιλόλογος Σήφης Κόσογλου, ήταν μια από τις σύγχρονες προσωπικότητες που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στα Γράμματα και την πνευματική ζωή της Κρήτης
Ο εκλιπών καταγόταν από το Σοκαρά, για τον οποίο έχει αφιερώσει μάλιστα μέρος της προσωπικής του δουλειάς, εκδίδοντας και σχετικά βιβλία, αλλα και διατελώντας πρόεδρος στην Κοινότητα του χωριού.
Μάλιστα μεσα από την προσωπική του δουλειά αναδείχθηκε σε "μαρτυρικό χωριό" ο Σοκαράς. Παράληλα ο Σήφης Κόσογλου ήταν και για πολλά χρόνια καθηγητής στο Γυμνάσιο και Λύκειο Μοιρών, αλλά και σε σχολεία του Ηρακλείου.
Η κηδεία του Μεσαρίτη λόγιου θα γίνει σήμερα Δευτέρα στις 4.00 του απόγευμα στο Σοκαρά.
Δήλωση του δημάρχου Ηρακλείου κ. Βασίλη Λαμπρινού για το θάνατο του Σήφη Κοσόγλου
«Μια ξεχωριστή πνευματική μορφή της Κρήτης, ο Σήφης Κοσόγλου, καθηγητής φιλολογίας, συγγραφέας, ερευνητής της τοπικής Ιστορίας, έφυγε από κοντά μας. Ως εκπαιδευτικός, σε σχολεία του Ηρακλείου και της Μεσαράς, καθοδήγησε ουσιαστικά τους μαθητές του, προσέφερε ορίζοντες ευρύτερους από το κλειστό σχολικό πρόγραμμα, ως συγγραφέας μελέτησε άγνωστα γεγονότα των χρόνων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην περιοχή του Σοκαρά, γενέθλιου τόπου του. Το βιβλίο του: «Τη 17η Αυγούστου, ετυφεκίσθημεν, ελεηλατήθημεν και εδιώχθημεν υπό των Γερμανών», θα αποτελεί πάντα μια καίρια μαρτυρία για τις συνθήκες που βίωσε ο Κρητικός λαός τα κατοχικά χρόνια.
Ο Σήφης Κοσόγλου συνέβαλε, συνάμα, στα κοινά, καθώς διετέλεσε και πρόεδρος της κοινότητας Σοκαρά (1994-1998), και μάλιστα επί της δικής του θητείας ο γενέθλιος τόπος του χαρακτηρίστηκε ως «μαρτυρικό χωριό». Το σπάνιο ήθος του και η συμβολή του στην παιδεία, στον πολιτισμό και την Ιστορία μας θα αποτελούν ένα φωτεινό παράδειγμα υπεύθυνου πολίτη και στους μελλοντικούς καιρούς.
Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του», δηλωσε ο Δήμαρχος Ηρακλείου κ. Βασίλης Λαμπρινός.
Μήνυμα Κεγκερογλου
Στο άκουσμα του θανάτου του Σήφη Κόσογλου ο Υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Εργασίας Βασίλης Κεγκέρογλου εξεφρασε τα συλλυπητηρια του
«Ο Σήφης Κόσογλου μια από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές της Κρήτης, με το σπουδαίο συγγραφικό και ερευνητικό έργο δεν είναι πια μαζί μας.
Ο λόγιος Σήφης Κόσογλου, ήταν μια από τις σύγχρονες προσωπικότητες που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στα Γράμματα και την πνευματική ζωή της Κρήτης.
Ταυτόχρονα μέσα από την ιδιότητα του φιλολόγου προσέφερε απλόχερα τις γνώσεις του στους μαθητές του στα σχολεία του Ηρακλείου και της Μεσαράς όπου υπηρέτησε για πολλά χρόνια, συμβάλλοντας στην μόρφωση και την εκπαίδευση τους.
Η προσφορά του στην Ιστορία, τον Πολιτισμό, την Έρευνα και τα Γράμματα θα αποτελούν πάντοτε ένα σημείο αναφοράς μέσα στο πέρασμα των χρόνων, με το κενό που αφήνει ο θάνατος του να είναι δυσαναπλήρωτο.
Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του και στους δικούς ανθρώπους για την απώλεια τους», είπε ο Υφυπουργός.
Για το βιβλίο του Σήφη Κόσογλου, η Ελπινίκη Νικολουδάκη - Σουρή έγραψε:
"Σήφης Κοσόγλου,
«Τη 17η Αυγούστου 1944, Eτυφεκίσθημεν, Eλεηλατήθημεν και Eδιώχθημεν υπό των Γερμανών ...»
(Δηλώσεις κατοίκων χωριού Σοκαράς),
Σοκαράς, Καλοκαίρι 2012
Το χρέος του φιλολόγου δεν είναι μόνο να διαβάζει, να ερμηνεύει, να εντάσσει τα κείμενα στο ιστορικό τους περιβάλλον ή να αναδεικνύει τη σημασία τους και να τα διδάσκει∙ χρέος του είναι, επίσης, να ανακαλύπτει τα κείμενα και να τα εκτιμά, όσο περιφρονημένα κι αν είναι από τον χρόνο, ως μαρτυρίες ζωής, ως τεκμήρια διεκδικήσεων και ως φωνές πατριωτικής αυτογνωσίας. Για τον αδερφικό μου φίλο, τον Σήφη τον Κοσόγλου, και οι δυο διαστάσεις του χρέους συνυπάρχουν στη ζωή του∙ είναι ο τρόπος του να ζει και να σκέφτεται σ’οποιουδήποτε τόπου το χώμα πατεί. Έτσι έκανε πάντοτε, από τα φοιτητικά μας χρόνια στα Γιάννενα κι έπειτα νεοδιόριστοι στην Κάσο και όλα τούτα τα χρόνια στην Κρήτη.
Ο γενέθλιος τόπος του ο Σοκαράς έχει κάθε λόγο να αισθάνεται δικαιωμένος τόσο ως κοινότητα όσο και ως ιστορική οντότητα, γιατί η θητεία του Σήφη ως αιρετού Προέδρου της, την τετραετία 1994-1998, δεν συνδέθηκε μόνο με κοινωφελή ή εγγειοβελτιωτικά έργα, αλλά και με την ανάδειξη αυτού του τόπου ως «μαρτυρικού χωριού». Το βιβλίο του με τον δραματικό τίτλο “Τη 17η Αυγούστου, εφυφεκίσθημεν, ελεηλατήθημεν και εδιώχθημεν υπό των Γερμανών”, που αναβιώνει απεγνωσμένες διαπιστώσεις χορού αρχαίας τραγωδίας, συμβάλλει στην ικανοποίηση του συλλογικού αιτήματος.
Τα περιεχόμενα του βιβλίου: Τη ραχοκοκκαλιά, θα λέγαμε, αποτελούν α) ο κατάλογος των μελών των οικογενειών-θυμάτων πολέμου της περιόδου 1940-1944 της Κοινότητας Σοκαρά, β) η ονομαστική κατάσταση των κατοίκων Σοκαρά, Φαραγγιανών, Αποϊνίου, Βελουλίου και Μετοχίων Σοκαρά που υπέβαλαν απογραφικά δελτία για τις «ζημιές της Αγροτικής Οικονομίας λόγω της Γερμανικής Κατοχής», γ) τα ίδια τα ενδεικτικά απογραφικά δελτία, που αναφέρονται στις εκτελέσεις της 17ης Αυγούστου 1944, στο διωγμό και στις συνέπειες αυτής της οδυνηρής πραγματικότητας και δ) η καταγραφή των κατεστραμμένων κτισμάτων, των ειδών οικιακής χρήσης, ρουχισμού, γεωργικών μηχανημάτων και προϊόντων. Αυτά τα τεκμήρια του αφανισμού των ανθρωπίνων υπάρξεων, της λεηλασίας των σπιτιών και της αφαίμαξης του πλούτου, που είχαν αποκτήσει οι αγρότες με τον τίμιο ιδρώτα τους, ανακάλυψε ο Σήφης στις αποθήκες του παλαιού Κοινοτικού Καταστήματος, λίγο πριν διαλυθούν ολότελα∙ «πεταμένα στο πάτωμα εική και ως έτυχε, ποντικοφαγωμένα και χωμένα στη σκόνη, ξεθωριασμένα και με έντονα τα σημάδια της φθοράς από το πέρασμα του χρόνου», όπως σημειώνει στον Πρόλογό του ο ίδιος. Και αυτά τα κατάστιχα αποκτούν πρόσωπο και φωνή, όταν οι ενδεικτικές «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΙ» (συντεταγμένες τον Δεκέμβριο του 1945) διεκτραγωδούν τις στερήσεις της κάθε οικογένειας, τη βίαιη μετακίνηση σε άλλα χωριά και την οικτρή κατάσταση της υγείας της: «Πάσχομαι (sic.) από πυρετούς» ή «Πάσχομαι από ελώδης πυρετοί», «Μετρία (ενν. υγιεινή κατάστασις) λόγω στερήσεως ρουχισμοῦ καὶ τροφής»! Άραγε αυτά τα δελτία έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους; Έλυσαν βιοποριστικά προβλήματα; Τι να σου κάνουν οι 20 οκάδες κριθάρι που πήραν κάποιες από τις πληγείσες οικογένειες...
Είναι πάγια η τακτική των δυνάμεων Κατοχής να τιμωρούν παραδειγματικά με σκληρά αντίποινα όσους αντιστέκονται ή όσους συνεργάζονται με αυτούς που αντιστέκονται. Οι καθημερινές ειδήσεις από το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Συρία επιβεβαιώνουν αυτή την παρατήρηση. Η Ελλάδα, και ιδιαίτερα η Κρήτη, πλήρωσε με ολοκαυτώματα χωριών αντιστασιακές δράσεις στη Γερμανική Κατοχή. Τα Ανώγεια, η Βιάννος, η Κάνδανος είναι κορυφαία, ενδεικτικά παραδείγματα. Αλλά και στον Σοκαρά, κάθε χρόνο στις 17 Αυγούστου γίνεται το μνημόσυνο για την ομαδική εκτέλεση των 27 Σοκαριανών για τους οποίους ο Σήφης μού μιλούσε από την αρχή της γνωριμίας μας με συγκίνηση. Και τα αντίποινα στο χωριό αυτό προχώρησαν σε εκπατρισμό, αιχμαλωσίες, κλοπές και διαπόμπευση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Γι’ αυτό ως συγγραφέας ο Σήφης Κοσόγλου δεν αρκέστηκε σε όσες αναμφισβήτητες πληροφορίες μαρτυρούν τα κατάστιχα, αλλά αναζήτησε τους ανθρώπους, που έζησαν ως παιδιά τη φρίκη των εκτελέσεων από τους Γερμανούς, την αιχμαλωσία, την πείνα, τη στέρηση των αγαθών. Αυτών των ανθρώπων τις μνήμες διασώζει σαν «ματωμένη» ιστορία στο λιτό του πόνημα, που προκαλεί στον αναγνώστη τον επιμνημόσυνο σεβασμό για τους ήρωες. Πιότερο, όμως, πλημμυρίζει την ψυχή μας η οργή για τους Ναζί και για τις δικές μας κυβερνήσεις, που ουδέποτε διεκδίκησαν με σθένος όσα υπερασπίστηκαν οι αγωνιστές, δίδοντας τη ζωή τους. Ποιος πολιτικός λόγος – σύγχρονος μάλιστα – που εκφωνείται σε παρόμοιες περιπτώσεις, μπορεί να συγκριθεί με την ακόλουθη μαρτυρία της γυναίκας από το Σοκαρά, με τα αρχικά Σ. Π.: «Ίντα να πω, Θεέ μου, κι ίντα να μαρτυρήσω η γ- έρμη ... που πονεί η ψυχή μου να τ’ ανεστορούμαι... Όντεν εγυρίσαμε οπίσω – γιατί, μαθές, μας εδιώξανε από το χωριό μετά το «Σκοτωμό» - εβρήκαμε γκρεμισμένα τα σπίθια μας, παρμένες τσι πόρτες, τα παραθύρια, τα κεραμίδια, τα στάρια, τα λάδια μας, τα κρασιά μας, τσι όρνιθες, τα κουνέλια μας, τα εργαλεία τση δουλειάς μας, τα ρούχα μας, όλα ...Και τι δεν επήρανε, Θε μου, ... όλα τα πήρανε ... Πράμα δεν μας εφήσανε οι σκύλοι οι Γερμανοί κι οι πλιατσικολόγοι από τα γύρω χωριά ... Κι εμείς εγυρίζαμε στα χωριά κι εδιακονούμαστε, γιατί δεν είχαμε τίποτα να φάμε ... Πονεί η ψυχή μου να τα θυμούμαι».