Δημόσια ή κομματικη εκπαίδευση;
Η έννοια της εθνικής συνεννόησης στο χώρο της Εκπαίδευσης ήταν και παραμένει άγνωστη στην Ελλάδα. Θα μου πείτε: Σε ποιον τομέα υπήρξε συνεννόηση, για να υπάρξει και στην Εκπαίδευση; Ωστόσο, η Εκπαίδευση είναι ο χώρος εκείνος, ο κατεξοχήν ευαίσθητος, από τον οποίο εξαρτάται το μέλλον της χώρας και σαφέστατα δεν αφορά μόνο τον υπουργό της Παιδείας ή το κόμμα που κυβερνά. Αφορά την Ελλάδα, αφορά τη μελλοντική της πορεία, αφορά την ίδια την ύπαρξή της, κάτι που θα έπρεπε να εμβάλει σε σκέψεις κάθε εχέφρονα υπουργό και κάθε κυβέρνηση.
Θα πει κάποιος, απολύτως δικαιολογημένα, ότι οι αλλαγές είναι όχι απλώς απαραίτητες αλλά επιβαλλόμενες στην Εκπαίδευση, διότι αφενός οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες μεταβάλλονται διαρκώς (ιδιαίτερα σε μια εποχή της ταχύτητας σαν τη δική μας) και, αφετέρου, οι γνώσεις σε όλους τους τομείς της επιστήμης πολλαπλασιάζονται με ταχύτατους ρυθμούς, οπότε η Εκπαίδευση θα πρέπει να παρακολουθεί όλες αυτές τις αλλαγές. Η Εκπαίδευση δεν είναι κάτι το μονολιθικό, δεν είναι δογματική, δεν είναι δέσμια κανενός κομματικού «συστήματος». Είναι χώρος κατεξοχήν εξελικτικός και εξελίξιμος, καθώς υποχρεούται, ως εκ της φύσεώς της, να λαμβάνει υπόψη της το «περιβάλλον»εντός του οποίου επιτελεί το έργο της (κοινωνικές, οικονομικές, οικολογικές, πολιτιστικές και επιστημονικές συνθήκες). Η Εκπαίδευση αφ’ εαυτής είναι ένα σύστημα που «αυτοκαταργείται», οσάκις τα πράγματα μεταβάλλονται σημαντικά, ώστε να συμπεριλάβει στους κόλπους της τα νέα επιστημονικά δεδομένα (παιδαγωγικά και γνωστικά). Ωστόσο οι μεταβολές αυτές δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται από μια μικρή ομάδα, και μάλιστα εγκλωβισμένη σε ιδεολογικά στερεότυπα, διότι είναι βέβαιο ότι θα αποβούν για την Εκπαίδευση νέα «δεσμά» και όχι μια νέα πραγματικότητα, που θα δώσει ώθηση στην εκπαιδευτική διαδικασία, τόσο στο γνωστικό όσο και στον παιδαγωγικό και διδακτικό τομέα.
Έρμαιο, λοιπόν, στα χέρια των κομμάτων και των υπουργών Παιδείας η ελληνική Εκπαίδευση, κομματικό και υπουργικό «τσιφλίκι». Θα έλεγα πως είναι και χώρος πειραματισμών, όπου όμως κανείς δεν σκέφτεται ότι οι πειραματισμοί αυτοί αφορούν νέους και παιδιά, τα οποία άθελά τους μεταβάλλονται σε πειραματόζωα, όπως σε πειραματόζωα μεταβάλλονται και οι εκπαιδευτικοί. Αν δε καλοεξετάσει κανείς το θέμα, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες αλλαγές, τουλάχιστον όσον αφορά τη Μ. Εκπαίδευση (που είναι και ο κορμός του εκπαιδευτικού «συστήματος»), εστιάζονται στον τρόπο εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Γιατί; Επειδή ο τρόπος εισαγωγής συνδέεται με τα φροντιστήρια, τα φροντιστήρια με τις «τσέπες» των γονέων, οι «τσέπες»των γονέων με την πολιτική της εκάστοτε Κυβέρνησης και η πολιτική της Κυβέρνησης με την ψήφο των γονέων. Κοντολογίς, η παρεμβάσεις στον τρόπο εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι ένας απλός και ανέξοδος τρόπος ψηφοθηρίας.
Οι παρεμβάσεις των υπουργών Παιδείας στην πορεία της ελληνικής Εκπαίδευσης δείχνουν πράγματι περίτρανα ότι, ενώ η Εκπαίδευσή μας είναι δημόσια, ανήκει δηλαδή στο λαό (οπότε για τους λόγους που προαναφέραμε θα έπρεπε να υπάρχει εθνικός σχεδιασμός), στην πράξη λειτουργεί «η του ενός ανδρός αρχή». Δημόσιοι, όμως, λειτουργοί είναι και οι εκάστοτε υπουργοί, «δημόσιος» δε στα αρχαία ελληνικά σήμαινε, συν τοις άλλοις, τον υπάλληλο αλλά και τον δήμιο. Σκοπός του υπουργού είναι όχι να «εκτελεί» σαν δήμιος την Εκπαίδευση, αλλά να την υπηρετεί κατά τον λυσιτελέστερο, δηλαδή με εθνικά και φιλολαϊκά κριτήρια, τρόπο. Και όπως η Εκπαίδευση μπορεί να αλλάξει αυτοκαταργούμενη, έτσι και ο υπουργός Παιδείας θα έπρεπε να «αυτοκαταργείται», δηλαδή να ακούει όχι μόνο τη φωνή τη δική του και του κόμματός του αλλά και τις φωνές των άλλων κομμάτων και των παιδαγωγικών και επιστημονικών φορέων, αλλά και εκμεταλλεύεται την πείρα κρατών επιτυχημένων στον τομέα της Εκπαίδευσης, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να έχει καΙ μακροβιότητα και να λειτουργεί προς όφελος του λαού και του έθνους.
Στην κρητική διάλεκτο η λ. «δημόσια», όπως και η λ. «πολιτική», σήμαινε παλαιότερα τη γυναίκα ελευθερίων ηθών (ο Κρητικός ποιητής Στέφανος Σαχλίκης [1330-μετά το 1391 μ. Χ.]αναφέρεται στις «πολιτικές»). Οι εκάστοτε υπουργοί ας προσέξουν να μην αντιμετωπίζουν ως «δημόσια»την Εκπαίδευση, χρησιμοποιώντας την κατά τα σχέδια και τις επιθυμίες τους, ούτε όμως και την πολιτική να εκπορνεύουν και να την καθιστούν όργανο επιβολής απόψεων και σχεδίων, ερήμην της εκπαιδευτικής κοινότητας και προπάντων ερήμην του μακροπρόθεσμου συμφέροντος των νέων ανθρώπων. Η πολιτική έχει τη δύναμη να επηρεάζει και να κατευθύνει τις τύχες των λαών και των εθνών και ως τέτοια δεν μπορεί να λειτουργεί «ιδιωτικά». Και, βεβαίως, οι υπουργοί δεν αποφασίζουν ερήμην της κομματικής τους γραμμής, αλλά και η κομματικές γραμμές από μια άποψη είναι «ιδιωτικές», καθώς αφορούν μια συγκεκριμένη, τις πιο πολλές φορές στενή, αντίληψη για τα πράγματα. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια κομματική ιδιώτευση.
Για να κλείσω. Στο χώρο της Εκπαίδευσης πρέπει να πραγματώνεται στον απόλυτο βαθμό το «κοινό», σε αντίθεση με το ιδιωτικό. Ο καλύτερος τρόπος γι’ αυτό δεν είναι οι κομματικοί και υπουργικοί πειραματισμοί για μικροκομματικούς και ψηφοθηρικούς λόγους ούτε και για προσωπική προβολή. Το κόμμα και ο υπουργός που θέλουν να γραφεί το όνομά τους στην ιστορία της ελληνικής Εκπαίδευσης οφείλουν στον τομέα αυτόν να αυτοναιρεθούν και να κάμουν την υπέρβαση: να ανοίξουν ένα σοβαρό και υπεύθυνο διάλογο για την Εκπαίδευση με τα κόμματα, σε συνεργασία και με τους επιστημονικούς, τους παιδαγωγικούς και εκπαιδευτικούς φορείς. Η αυτοαναίρεση δεν είναι ήττα. Είναι η μεγαλύτερη νίκη, καθώς αφήνει περιθώρια για ανάδειξη και προάσπιση των λαϊκών και εθνικών συμφερόντων.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης