Απορίες «αφελούς» Κρητικού
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, μάλιστα, το γεγονός ότι, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης που περνά η χώρα μας, η οικογένεια ήταν εκείνη πάνω στην οποία στηρίχτηκαν πολλοί άνθρωποι που έχασαν τις δουλειές τους ή τις επιχειρήσεις τους, νέοι που δεν μπορούν να βρουν δουλειά, οικογένειες που από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν στο δρόμο.
Κι όμως, στο όνομα των «δικαιωμάτων του ατόμου», βρεθήκαμε ξαφνικά μπροστά στο ξεθεμελίωμα θεσμών αιώνων, περνώντας από τα δικαιώματα σ’ ένα ξέφρενο «δικαιωματισμό», που δεν ξέρει κανείς πού βρίσκονται τα όριά του, δηλαδή μια κατάσταση όπου στο όνομα των δικαιωμάτων καταργούνται τα ίδια τα δικαιώματα και διαστρέφεται κάθε έννοια ηθικού φραγμού.
Αυτή τη νέα πραγματικότητα και τον τρόπο πρόσληψής της από ένα ενενηντάχρονο Κρητικό, που δεν «κατέχει» από μεσοβέζικα πράγματα, αλλά ξέρει πως «δυο και δυο κάνουν τέσσερα» και πως το μαύρο είναι μαύρο και το άσπρο άσπρο, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σε ένα διάλογο πλατωνικής (ας πούμε) εμπνεύσεως:
-Γεια σου, κύριε Μιχαλάκη. Πως τα περνάς;
-Καλά να λέμε, ανίψο, κι ο Θεός να τα κάμει. Κάτσε να πιεις μια ρακή.
-Καλώς σέ βρήκα, λοιπόν.
-Λοιπόν, ανίψο, εσύ που κατέχεις ένα τσουβάλι γράμματα, πε μου: είντά ‘ναι ετουτανά τα γίβεντα που ψηφίζουνε στη Βουλή οι βουλευτές μας;
-Τι θες να πεις, κύριε Μιχαλάκη;
-Ετουτονά, μπρέ, που λένε, να παντρεύγεται, λέει, ο άντρας τον άντρα και η γυναίκα τη γυναίκα. Πού εξανακούστηκε, μπρε, τέθοιο πράμα;
-Αυτά, κύριε Μιχαλάκη, είναι εντολές της Ευρώπης. Προοδευτικά πράγματα.
-Θα σού ‘λεγα εδά είντά ‘ναι, μα ντρέπομαι, απού’ ρθες μια τση μιας στο σπίτι μου. Εντολές τσ’ Ευρώπης μπορεί να ‘ναι, μα μουδέ τση φύσης, μουδέ τσ’ ανθρωπιάς, μουδέ του Θεού είναι. Όσο για την Ευρώπη, ανέ συνεχίσει όπως πάει, θα τήνε πάρει ο δαίμονας, και να θυμάσαι την ώρα που σου το λέω. Εγώ, μωρέ παιδί μου, από τότε που θυμούμαι τον κόσμο (και μην ξεχνάς πως είμαι ενενήντα και βάλε), κατέχω πως ο άντρας είναι άντρας και η γυναίκα γυναίκα, πως η αίγα είναι αίγα και ο τράγος τράγος. Εδά, με τουτανά που αποφασίσανε, δεν θα κατέχομε είντα μας-ε-γίνεται.
-Μα εσείς, κύριε Μιχαλάκη, στην εποχή σας δεν είχατε αντρογυναίκες και άντρες γκέι;
-Πώς τσ’ είπες;
-Γκέι, ομοφυλόφιλους. Δεν είναι σωστό να τσι πω με τη λαϊκή λέξη.
-Εδά εκατάλαβα. Ομοφυλόφιλους τσ’ είπες; Μα πού, μωρέ, την ευρήκανε αυτή τη λέξη; Είδες πώς σάζουνε και τσι λέξες, για να μη ντρέπομέστανε να τσί λέμε; Άστο, δεν τήνε λέω μουδ’ εγώ την κουβέντα, γιατί στην εποχή μας ήτανε ντροπή να τήνε πούμε. Είπες για αντρογυναίκες. Ναι, μπρε παιδί μου, είχαμε κι εμείς αντρογυναίκες, μα τσί ‘στρωνε ο άντρας τως, εχτός κι αν ήτανε κιανένα χαμαντράκι, οπότε η γυναίκα τον ήβανε από κάτω…Όσο για τσ’ άντρες…ας μην το συζητήσομε…
-Όμως, κύριε Μιχαλάκη, έχουν κι αυτοί οι άνθρωποι δικαιώματα…
-Δικαιώματα, δικαιώματα, δικαιώματα. Όλο ετούτηνά τη λέξη γροικώ σε κειονέ το διάολο, την τηλεόραση, που την έχει η γρα μου και παίζει όλη μέρα, γιατί θέλει να θωρεί τα τούρκικα. Ναι, μωρέ, στα δικαιώματα, ναι εκατό φορές. Μη ξεχνάς πως η γενιά μου επολέμησε για την ελευθερία και για τα δικαιώματά σας. Μα εμείς, μωρέ, εκατέχαμε και την εντροπή, και την ανθρωπιά, και το Θεό. Εδά όλα τα πήρε και τα σήκωσε… Εγώ κατέχω πως ο Θεός ήδωκε στον άντρα το «πράμα» του και στη γυναίκα το δικό τζη, για να κάνουνε κοπέλια. Ο άντρας σπέρνει κι η γυναίκα γεννά. Όπως ο γεωργός και το χωράφι. Για κειονά τα λένε και γεννητικά όργανα. Ετσά δεν τα λένε γ-ή κάνω λάθος;
-Σωστά τα λες, κύριε Μιχαλάκη.
-Κι αυτοί, μπρε, γιάντα τά ‘χουνε τα όργανα; Είντα γεννούνε; Είντα δημιουργούνε; Όποιος, παιδί μου, χρησιμοποιεί τα όργανά του άλλης λοής από τη φύση ντως, κακά πορεύγεται. Και ξάνοιγε δα πως το ένα φέρνει τ’ άλλο. Ήκουσα πως εδά θα τως-ε-δώσουνε το δικαίωμα να έχουνε, λέει, και κοπέλια. Αλήθεια είναι;
-Έτσι λέγεται, αλλά ακόμη δεν αποφασίστηκε.
-Ετοτεσάς είναι που θα χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τον πατέρα. Ποιο, μπρε, στο Θεό σου, απού τσι δυο θα λέει το κοπέλι μάνα και ποιο πατέρα; Είδα πριν από λίγο καιρό τη φωτογραφία που εβγάλανε, λέει, οι γυναίκες των πρωθυπουργών τση Ευρώπης κι ήτανε εκειά κι ένας άντρας, που ήτανε, λέει, η γυναίκα του προέδρου του Λουξεμβούργου. Δεν κατέχω ανέ πρέπει να γελά κιανείς γ-ή να κλαίει…
-Είπαμε, κύριε Μιχαλάκη. Τα δικαιώματα..
-Ανίψο, ανέ θες να τα πηγαίνομε καλά, μην τη λες αυτή τη λέξη, γιατί με διαολίζεις. Ξαναλέω σου: τα δικαιώματα είναι καλά, μα χρειάζεται και το φρένο. Αλλιώς το αμάξι θα πέσει στον εγκρεμό…Αλλά θα σου κάμω μιαν ερώτηση ακόμη και μη γελάσεις. Ας υποθέσομε πως ο γιος σου παντρεύγεται την κόρη ενούς αντρόϋνου απ’ αυτά τα…Πώς τά ‘πες;
-Τα ομοφυλόφιλα…
-Είδες; Δεν θα τη μάθω ποτέ μου ετουτηνά τη λέξη. Ας υποθέσομε, λοιπόν πως ο γιος σου παντρεύγεται μια-ν- τέθοια κοπελιά. Πε μου, μπρε, στο Θεό που σέ ‘πεψε: ποιο θα λες συμπέθερο και ποια συμπεθέρα; (γέλια)
-Δύσκολη ερώτηση.
-Και το τελευταίο, γιατί σού ‘φαγα την ώρα.
-Καθόλου, κύριε Μιχαλάκη. Η συζήτηση μαζί σου είναι πάντοτε ωφέλιμη, γιατί είσαι καλός συζητητής.
-Εγώ, ανίψο –καλά το κατέχεις-είμαι αγράμματος κι ό, τι κατέχω, μου τό ‘μαθε η ζωή. Γροίκα όμως είντα θέλω να σου πω. Ήμαθα πως εδώσανε, λέει, την άδεια στα ντεληκανιδάκια, που δεν έχουνε βγαρμένο ακόμη μουστάκι, και στσι κοπελιές, να πηγαίνουνε στο Δήμο και να δηλώνουμε πως αλλάσσουνε και γίνουνται από άντρες γυναίκες και από γυναίκες άντρες. Αλήθεια είναι;
-Αλήθεια είναι. Αλλά αυτό θα γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων τους και ύστερα από έγκριση μιας ειδικής επιτροπής.
-Κι ελύθηκε ετσά λοής το πρόβλημα; Ντα δεν τσι κατέχομε δα τσι επιτροπές στην Ελλάδα; Δεν θυμάσαι πόσους είχαμε βγαρμένους στραβούς, για να παίρνουνε τσι παχιές συντάξεις, κι αυτοί είχανε μάθια κι από πίσω; Και πώς, μωρέ, θα γίνεται; Εγώ ίσαμε δα εκάτεχα πως η μαμή γ-ή ο γιατρός ήδιδε ένα χαρτί στον πατέρα που ήγραφε πως η γυναίκα ντου εγέννησενε αγόρι γ-ή κορίτσι κι ο πατέρας το δήλωνε στο Ληξιαρχείο. Κι εσύ μου λές πως εδά θα πηγαίνουνε στο Δήμο και θα λένε πως θέλουνε το κοπέλι ντως, που εγεννήθηκε αγόρι, θέλει να γίνει κορίτσι γ-ή το ανάποδο. Ντα, εκουζουλαθήκανε; Γίνουνται, μπρε ανίψο, τέθοια πράματα; Αυτά, παιδί μου, δεν τα θέλει μουδέ ο Θεός μουδέ η φύση. Σκέψου δα και τον άλλο που τα σάζει με μια γυναίκα κι εκειά που πάει να τηνε πασπατέψει θωρεί πως είναι άντρας γ-΄η σκέψου μια γυναίκα που έχει δηλωμένα πως είναι άντρας και θέλει να γενεί καλόγερος στο Άγιον Όρος. Είντα θα γενεί σ’ αυτή την περίπτωση;
-Σαν να ‘χεις δίκιο, κύριε Μιχαλάκη.
-Μπερδεμένα πράματα, παιδί μου. Και τα μπερδέματα ποτέ δεν βγαίνουνε σε καλό, γιατί ‘ναι του διαόλου. Και να σου πω και το άλλο; Όλα αυτά θα μας-ε-φάνε στο τέλος. Και θα μας-ε-φάνε, γιατί αυτοί που τα ψηφίζουνε ξεθεμελιώνουνε την οικογένεια. Μα δεν φταίει άλλος απού το λαό, απού κάθεται και τον-ε-σέρνουνε απού τη μύτη και δεν ξανοίγει πράμα άλλο απού τη μπούκα ντου. Σε τουτηνέ τη ζωή υπάρχουνε κι άλλα πράματα. Υπάρχει η τιμή, υπάρχει η εντροπή, υπάρχει ο Θεός. Άμα τα πετάξομε όλα αυτά, επήγαμε κατά διαόλου…Συγγνώμη, παιδί μου, που σε κούρασα. Ας πιούμε τη ρακή μας κι ο Θεός να βάλει τη χέρα ντου…Άμα σε βγάνει κιαμιά βολά ο δρόμος από ‘παέ, έμπαινε να τα λέμε.
Ήπια τη ρακή μου, χαιρέτησα κι έφυγα. Καθώς απομακρυνόμουν, στο νου μου ερχόταν διαρκώς τα λόγια του ενενηντάχρονου κυρίου Μιχαλάκη: «Σε τουτηνέ τη ζωή υπάρχουνε κι άλλα πράματα. Υπάρχει η τιμή, υπάρχει η εντροπή, υπάρχει ο Θεός. Άμα τα πετάξομε όλα αυτά, επήγαμε κατά διαόλου».
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης