Αν δεν πληθύνει το κακό…
Βέβαια, πρέπει να προσέξουμε τη λ. «κόβεται», που μπορεί να σημαίνει κάτι σαν τον Γόρδιο δεσμό, τον οποίο δεν έλυσε, αλλά έκοψε ο Μ. Αλέξανδρος. Δεν ξέρω αν αυτή η λαϊκή παροιμία είναι απόλυτα σωστή, ωστόσο-δυστυχώς-εμπεριέχει μεγάλη δόση αληθείας. Φαίνεται μάλιστα πως το ελληνικό κράτος την εφαρμόζει, διότι εκείνο που παρατηρείται στη χώρα μας είναι ότι, για να κινητοποιηθεί η Πολιτεία στην αντιμετώπιση φαινομένων ανομίας και εγκληματικότητας, πρέπει αυτά να είναι σωρευτικά. Όπως συμβαίνει με όλα τα ζητήματα (οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, εκπαιδευτικά), το ελληνικό κράτος δεν προλαβαίνει, αλλά επεμβαίνει, όταν πλέον το κακό έχει συμβεί επανειλημμένως. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, πόσα χρόνια τώρα η Εκπαίδευση ταλανίζεται από τις καταλήψεις και η πολιτεία επεμβαίνει μόνο όταν φτάσουμε σε ανυπολόγιστες καταστροφές στα σχολεία. Αυτή, όμως, η «κατόπιν εορτής»επέμβαση δεν μπορεί να δώσει λύσεις, δεν μπορεί να θεραπεύσει, διότι η «ασθένεια»έχει ήδη μολύνει το πεδίο ζωής, όπου έχει εμφανιστεί.
Πού οφείλεται, όμως, αυτή η αβελτερία του κράτους και των οργάνων του; Να θεωρήσει κανείς ότι είναι κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας και ότι το κράτος μας είναι ακόμη δέσμιο μιας νοοτροπίας που το θέλει να υπάρχει για τον εαυτό του και να τον αναπαράγει, άσχετα με τα προβλήματα των πολιτών; Μήπως, δηλαδή, έχουμε ένα κράτος αυτιστικό που χρειάζεται ριζική αλλαγή; Να θεωρήσουμε πως είναι θέμα συμφερόντων του πολιτικού προσωπικού, που ενδιαφέρεται να πράξει τάχα κάτι «μεγάλο», άρα θα πρέπει να αφήσει το κακό να πληθύνει, ώστε η επέμβασή του να είναι ηχηρή; Ή μήπως πρέπει να δεχτούμε την ανικανότητα όσων διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας, οι οποίοι, ενδιαφερόμενοι πρωτίστως για την πολιτική τους επιβίωση, αφήνουν τα προβλήματα να μεγιστοποιούνται και προβαίνουν μόνο σε εμβαλωματικές λύσεις; Κι ακόμη, πέρα από τους πολιτικούς, μήπως το βάρος πέφτει και στους ώμους των κρατικών υπαλλήλων αλλά και ημών των απλών πολιτών, που ανεχόμαστε την αύξηση του κακού, που έχουμε συμβιβαστεί με το μικρότερο καλό, που δεν απαιτούμε δυναμικά αυτό που το κράτος μάς οφείλει;
Ωστόσο, όποιες κι αν είναι οι αιτίες της αύξησης του κακού, ήτοι της εγκληματικότητας και της βίας στο σώμα της κοινωνίας μας, το σίγουρο είναι πως μαζί με αυτό στις ψυχές των πολιτών έχει φωλιάσει ο φόβος. Φόβος για τη ζωή, φόβος για την περιουσία, φόβος για την ελευθερία των ιδεών, που έρχεται να προστεθεί στο φόβο και την απουσία ελπίδας που έχει γεννήσει η πολύχρονη οικονομική και αξιακή κρίση. Όντως, η οικονομική κρίση έχει βυθίσει πολλούς συνανθρώπους μας στην απελπισία, στη βίωση ενός αδιεξόδου, καθώς βλέπουν να έχουν εγκλωβιστεί σε ένα τούνελ, στο βάθος του οποίου δεν βλέπουν φως. Αυτή η απελπισία κι ο φόβος για το αύριο εύκολα μεταβάλλονται σε κρίση όλου του αξιακού και ηθικού συστήματος της κοινωνίας, οπότε το κακό σε όλες του τις μορφές καιροφυλακτεί. Τρανό παράδειγμα είναι αυτό που μας δίνει ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του. Όταν, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, έπεσε ο λοιμός στην Αθήνα και οι άνθρωποι πέθαιναν σωρηδόν, τότε η νόσος, όπως περιγράφει τα γεγονότα ο μεγάλος ιστορικός, δεν προσέβαλε μόνο το σώμα, μα και το ηθικό των Αθηναίων και τις κοινωνικές τους αξίες. Αυτό έχει συμβεί και στις μέρες μας: η οικονομική κρίση έχει προσβάλει συνολικά τον κοινωνικό οργανισμό και τα συμπτώματα της κοινωνικής «ασθένειας»είναι παντού φανερά.
Τέτοια συμπτώματα είναι ο ατομικισμός, δηλαδή η προσήλωση του ανθρώπου μόνο στα ατομικά του συμφέροντα, στην ατομική του εξασφάλιση και επιβίωση, μια συμπεριφορά που διέπεται και διακρατείται από την ιδιοτέλεια. Όταν αυτή η ιδιοτέλεια φτάσει στα άκρα, όταν δηλαδή το άτομο ενεργεί αποκλειστικά για τον εαυτό του και αποκλείει από το πεδίο του ενδιαφέροντός του τον συνάνθρωπο, τότε φτάνει στην απογοήτευση ή στο έγκλημα, επειδή είτε δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του είτε νιώθει μόνος είτε βλέπει τον άλλο ως αντίπαλο. Ο Έλληνας σήμερα, μόνος, δίχως αξίες και δίχως ελπίδα, ζει αυτό το αδιέξοδο και δεν είναι λίγοι εκείνοι που οδηγούνται σε βίαιες συμπεριφορές. Από την άλλη μεριά, έχουμε και την εισαγόμενη εγκληματικότητα (δεν εννοώ τους πρόσφυγες ή τους νόμιμους οικονομικούς μετανάστες), που παρεισέφρησε και παρεισφρέει στη χώρα μας, λόγω της παγκοσμιοποίησης και της εύκολης μετακίνησης, αλλά και λόγω της απουσίας του απαιτούμενου ελέγχου και των αντικειμενικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η αστυνομία, παρόλο που αγωνίζεται νυχθημερόν για να προστατέψει τους πολίτες. Έχουμε, όμως, και την πολιτική βία, κυρίως στις γειτονιές της Αθήνας, από νέους που χρησιμοποιούν λανθασμένα μέσα για να λύσουν τα προβλήματα. Η βία δεν οδηγεί πουθενά, όσο υψηλός κι αν είναι ο σκοπός.
Το κακό, λοιπόν, έχει πληθύνει και, σύμφωνα με την παροιμία, πρέπει να κοπεί. Το πράγμα έχει φτάσει στα όριά του. Η κυβέρνηση δεν μπορεί δια του υπουργού Προστασίας του Πολίτη να ισχυρίζεται ότι η βία και η εγκληματικότητα δεν έχουν αυξηθεί ή ότι φταίει, τέλος πάντων, η έλλειψη κοινωνικών κινημάτων για την αύξησή τους. Ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος, με πρώτη την κυβέρνηση, θα πρέπει να πράξει κάτι πολύ μεγάλο και ουσιαστικό για το όλο ζήτημα και οι πολιτικοί να μη «διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους» για όσον καιρό ένα γεγονός είναι στην επικαιρότητα ή να προβαίνουν μόνο σε βαρύγδουπες δηλώσεις ή να εκφράζουν απλώς τα συλλυπητήριά τους στις οικογένειας των θυμάτων κι ύστερα όλα να παραμένουν τα ίδια. Η Ελλάδα είναι μια ασφαλής χώρα για τους τουρίστες, όχι όμως και για τους Έλληνες, οι οποίοι νιώθουν διαρκώς από πάνω τους το φάντασμα του φόβου, ειδικά στα αστικά κέντρα. Το κακό πρέπει να κοπεί. Και ασφαλώς υπάρχουν τρόποι, αρκεί να υπάρχει η θέληση, αρκεί η Πολιτεία να θεωρήσει την αύξηση της εγκληματικότητας και της βίας ως μείζον ζήτημα και μάλιστα κατά πολύ μεγαλύτερο από το ζήτημα της αλλαγής φύλου, για το οποίο έδειξε μέγιστο ενδιαφέρον, λες κι αυτό ήταν το κυρίαρχο θέμα που απασχολεί σήμερα την ελληνική κοινωνία. Ο Έλληνας είναι άνθρωπος φιλόξενος και φιλήσυχος κι έχει δικαίωμα να ζει με ασφάλεια στη χώρα του. Ο φόβος πρέπει να εκλείψει, όπως απαιτεί ο νόμος και το δίκαιο. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να παίζει με τη ζωή και την ελευθερία του πολίτη. Η προστασία τους είναι δικαίωμα των πολιτών και καθήκον της Πολιτείας.
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης