Άδειασε η ψυχή μου και το σώμα μου άδειο σακί, από τις τόσες «μαχαιριές»!
Τίποτα ούτε και σήμερα, σαν να μην υπάρχω.. Λυπήθηκα, άλλωστε δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω και πλησίασα αργά - αργά ένα βασιλικό στην άκρη του φράχτη. Μοσχομύριζε, το άρωμά του μέθυσε τις θλιβερές σκέψεις μου και ένιωσα να ταξιδεύω βαθιά μέσα μου.
Άραγε γιατί τόση αποξένωση; Γιατί να μισούμε τον άλλο που μόλις πέτυχε κάτι και βραβεύτηκε από την Πολιτεία; Γιατί δεν χαιρόμαστε πια λέγοντας λίγα λόγια αγάπης στον διπλανό μας, στον αδελφό μας; Γιατί κλεινόμαστε στο καβούκι μας βουβοί και με επιθετική διάθεση; Ο κόσμος μας δεν είναι πια «κόσμος», δηλαδή ομορφιά, δεν είναι πια φως, δεν είναι ζωή. Λίγα λόγια προσπαθώ να πω, μια «καλημέρα» και η ηχώ της επιστρέφει μέσα μου για να γεμίσει ίσως το κενό της ψυχής.
Για να ζωντανέψει με σιωπηλές χειρονομίες τον ξεχασμένο θεό, που καιρό τώρα ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια! Ο ουρανός αμίλητος, γκρίζος και μάλλον αδιάφορος για τον αν πληγώνομαι για την σκληρή απομόνωση του «alter ego»… Νικητές και ηττημένοι, χαρούμενοι και λυπημένοι, δυστυχισμένοι και ευτυχισμένοι όλοι κάτω από τον ίδιο αδιάφορο -σταχτόγκριζο ουρανό! Τα δάκρυα κυλάνε χαϊδεύοντας την όψη μου, εξάλλου το μόνο αληθινό που έχει απομείνει στη φαυλότητα των ημερών μας. Αναζητούν την κάθαρση μέσα από την αλμυρή ροή τους, ευελπιστούν -ανέλπιστα να φτιάξουν καινούργιες θάλασσες και ωκεανούς με τη δύναμη της αλμύρας τους και της αλήθειας τους.. Το μόνο που με παρηγορεί.
Σήμερα επιτέλους ήρθαν τα πρωτοβρόχια – παλιοί λησμονισμένοι θεοί και παιχνιδίσματα των παιδικών μου χρόνων!
Τιτιβίσματα χαράς και νοσταλγίας, μυστικής πορείας στην ατέρμονη μυσταγωγία των αισθήσεων. Καιρός για ν’ αναβάλλω τη δυστυχία των ανθρώπων που φέρονται και περιφέρονται γύρω από τον εαυτό τους ώρες ατέλειωτες, κάθε μέρα την ίδια ώρα δίχως διάθεση φιλικών προσεγγίσεων και μοίρασμα συναισθημάτων, άλλωστε πού να τα βρουν!; Έχουν χαθεί από καιρό, η ζωή έχει χαθεί, τρέφονται από το καθημερινό γκρίζο, αφιλόξενο , εχθρικό και απροσπέλαστο του ουρανού, τα όνειρά τους τρέφονται από μίσος και μικρότητες.
Οι παιδικές αναμνήσεις με κάνουν παντοδύναμη στην πορεία της μνήμης των ήχων…το πρωινό φθινοπωρινό βέλασμα των προβάτων και το μουσικό κάλεσμα του ποιμένα τους. Η καμπάνα της εκκλησιάς μας καλεί στο σχολειό και ο ουρανός … χαμογελάει αν και συννεφιασμένος ,γιατί ξέρει ότι σε λίγο η βροχή θα παίξει με τους ανθρώπους, με τα παιδιά στα σοκάκια και με τη γη. Η ωραιότερη συμφωνία των ήχων σε φθινοπωρινό σκηνικό…!
Το γέλιο μαράθηκε πάνω στις κούνιες των αγέννητων παιδιών, οι άνθρωποι χωρίζουν γιατί δεν αντέχουν ο ένας τον άλλον, ο έρωτας δεν έχει καμία δουλειά ανάμεσά τους. Οι άνθρωποι κλέβουν τις ζωές των άλλων για να ξεγελάσουν τη δική τους και να ζήσουν για λίγο, ή μέσα από το θάνατο των άλλων! Τι θλίψη!
Οι λέξεις και οι σκέψεις χάνονται στο χλωμό τοπίο της πραγματικότητας!
Δεν βλέπεις ότι το ίδιο το χέρι σου σε σημαδεύει από το βάθος της γέννησής σου;
Δεν βλέπεις τον αλλοτινό ορκισμένο φίλο σου, ότι σε πυροβολεί;
Η πόλις θα μείνει έρημη σαν τη ζωή σου, που πίστεψε σε αξίες και τα ‘δωσε όλα κι όταν ζήτησε λίγη επιείκεια, αντίκρυσε το μίσος και την αφόρητη απέχθεια!
Τα όνειρα χάθηκαν στον σταχτόχρωμο ουρανό, δεν μας ξεγελάνε πια και οι φίλοι μας δεν υπάρχουν για να μας προδώσουν….
Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν μια θέση στη ζωή των άλλων;
Γιατί ο ουρανός να μην πάρει το γαλάζιο του από τη θάλασσα και να γίνει χαρούμενος;
Γιατί ο γείτονας να μην διώξει το γκρίζο της ψυχής του και με χαμόγελο να μου πει «Καλημέρα»;!
Άδειασε η ψυχή μου από τα πολλά «γιατί»! Το σώμα μου σαν άδειο σακί κοντεύει να σωριαστεί άψυχο στην άκρη του κήπου…
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Lettere Classiche dell’ Universita’ degli studi di Napoli “Federico II”].